Σελίδες

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Λεξιλόγιο του Iστολογίου «Τα Σαμιώτ'κα» (Έκδοση 7)

 Λεξιλόγιο/Έκδοση 07/Δεκέμβριος 2021

Λεξιλόγιο του Iστολογίου «Τα Σαμιώτ'κα»

Αλφαβητικός κατάλογος όλων των λέξεων, τύπων, όρων και φράσεων του Σαμιακού Ιδιώματος που χρησιμοποιούνται στο Ιστολόγιο 

(Αναρτήσεις 1–24, σελίδες 170, πλήθος εγγραφών: 1964) 

Περιέχονται οι  λέξεις, τύποι, όροι  και  φράσεις  των αναρτήσεων:

1. Το φθογγολόγιο του Σαμιακού Ιδιώματος

2. Το άρθρο στο Σαμιακό Ιδίωμα (ΣαμΙ)

3. Οι προσωπικές αντωνυμίες στο Σαμιακό Ιδίωμα

4. Κώδικας ανάγνωσης

5. Οι παροιμίες της γιαγιάς μου (1η έκδοση)

6. Αρχαία ελληνικά ονόματα στον Παγώνδα της Σάμου

7. Οι παροιμίες της γιαγιάς μου (2η έκδοση)

8. Οι παροιμίες της γιαγιάς μου (3ηέκδοση)

9. Διαδοχές φωνηέντων στο Σαμιακό Ιδίωμα

10. Διαδοχέςσυμφώνων στο Σαμιακό Ιδίωμα – Πίνακας 1 Διμελή συμπλέγματα του φθόγγου [v-]

11. Ζώα και εργασίες (Έκδοση 1)

12. Ζώα και εργασίες – Έκδοση 2
13.
 Παρατσούκλια του Παγώνδα
14.
 Διαδοχές συμφώνων στο Σαμιακό Ιδίωμα – Αναλυτικός πίνακας ύπαρξης και μετατροπών διμελών συμφωνικών συμπλεγμάτων του Σαμιακού Ιδιώματος
15.
 Παρατσούκλια του Παγώνδα (2η έκδοση)
16.
 Αρχαία ελληνικά ονόματα προσώπων στον Παγώνδα της Σάμου (2η έκδοση)
17.
 Οι παροιμίες της γιαγιάς μου (Έκδοση 4)
18.
 Παρατσούκλια του Παγώνδα (3η έκδοση)
19.
 Ζώα και εργασίες – Έκδοση 3

20. Διαδοχές συμφώνων στο Σαμιακό Ιδίωμα – Πίνακας 2  Διμελή συμπλέγματα του φθόγγου [γ-]

21. Διαδοχές συμφώνων στο Σαμιακό Ιδίωμα – Πίνακας 3  Διμελή συμπλέγματα του φθόγγου [j-]

22. Διαδοχές συμφώνων στο Σαμιακό Ιδίωμα – Πίνακας 4  Διμελή συμπλέγματα του φθόγγου [δ-]

23. Αρχαία ελληνικά ονόματα προσώπων στον Παγώνδα της Σάμου – Έκδοση 3 /2020-08-26

24. Οι παροιμίες της γιαγιάς μου (Έκδοση 5)

  

Το Λεξιλόγιο σε αρχείο pdf: εδώ 

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

24. Οι παροιμίες της γιαγιάς μου (Έκδοση 5)

 

Οι παροιμίες της γιαγιάς μου

(Οι παροιμίης τζ’ γιιαγιιάς ημ’)

 

Δεκέμβριος 2021/Έκδοση 5

(Έχουν προστεθεί 7 παροιμιακές εκφράσεις σε εκείνες της Έκδοσης 4, έχουν γίνει κἀποιες συμπληρώσεις και διορθωθεί κάποιες αβλεψίες)

 

Στην έκδοση αυτή, εκτός από τις παροιμίες και παροιμιακές εκφράσεις που έλεγε η γιαγιά μου, Αγγελική Ζούρα-Τσαμπαλά (1886–1965)1), έχουν προστεθεί στον πίνακα και 15 παροιμίες που θυμήθηκε η σύζυγος του αδελφού μου Μαριγώ Βαλεοντή–Χατζηχριστοδούλου πως τις έλεγε η μητέρα της, Βασιλική Παπαγρηγορίου-Χατζηχριστοδούλου (1906–1994), πέραν εκείνων που ήταν κοινές και στις δύο.

Κ.Β.

 

Για την ορθή προφορική απόδοση διαβάστε τα κείμενα: «Το άρθρο» (http://ta-samiotka.blogspot.gr/2012/09/blog-post_11.html) και «Κώδικας Ανάγνωσης» (http://ta-samiotka.blogspot.gr/2013/03/4.html)

 

 

Α/Α

ΠΑΡΟΙΜΙΑΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

στο Σαμιακό Ιδίωμα

ΑΠΟΔΟΣΗ

στην Κοινή Νεοελληνική

[Σε αγκύλες: πραγματολογική ή ετυμολογική πληροφορία]

(Σε παρένθεση: η χρήση και το μήνυμα της παροιμίας)

       1.          

’νούς παρά πράμα

Ενός παρά πράμα.

[παράς = 1/40 του τουρκικού γροσιού]

(Λεγόταν για να χαρακτηρίσει κάτι ελάχιστης αξίας ή κάποια ελάχιστη ποσότητα)

       2.          

bάτη σκιύλι’ αλέστη κιη αληστ’κά μη δώσ’τη.

Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε.

[bάτη = μπάτε =μπήτε

αληστ’κά = αλεστικά
δώσ’τη = δώσετε].

(Χρησιμοποιείται για χαρακτηρι­σμό καταστάσεων πλήρους ασυδο­σίας.)

       3.          

bρός στα κάλλι’ τί ’ν’ ου πόνους;

Μπρός στα κάλλη τί είναι ο πόνος;

(Πολλές φορές μπορούμε και να πονέσουμε για να κάνουμε κάτι που θα ικανοποιήσει την φιλαρέσκειά μας)

       4.          

d’ γ’ρουνιιού η τσίνα μέχρι dgουπάνα κιη d’ γαϊδουργιού μέχρι του γανικουλόου

Του γουρουνιού η τσίνα μέχρι την κοπάνα και του γαϊδουριού μέχρι τον γανικολόγο

[τσίνα = οργή, θυμός, δυσανασχέ­τηση

κουπάνα (< κοπάνα) = 1. σκάφη για πλύσιμο 2. λαξευμένη πέτρα στην κοιλότητα της οποίας τοποθετείται τροφή ή νερό για τα ζώα)

γανικουλόους (< χαλικολόγος) = μεγάλο κοφίνι από βέργες λυγαριάς με δύο χερούλια που χρησιμοποιεί­ται συχνά για τη μεταφορά τροφής για τα ζώα]

(Κυριολεκτικά, τόσο το γουρούνι όσο και το γαϊδούρι σταματούν όποια «τσίνα» κι αν έχουν όταν τους βάλεις τροφή και το ...ρίχνουν στη μάσα!

Μεταφορικά, το συμφέρον είναι αυτό που «παραμερίζει» κάθε συναισθημα- τικό εμπόδιο.)

       5.          

dράπ’ τουν ένανη dράπ’ τουν άλλουνη έκανη τουν άdρα τς κιηρατά.

Ντράπου τον έναν, ντράπου τον άλλον έκανε τον άντρα της κερατά.

[dράπ’ (< ντράπου) = προστακτική του ρήματος dρέπουμη (= ντρέπομαι)

πιθανή ετυμολόγηση:
είτε:
εν + τρέπομαι > εντρέπομαι > Προστ. Ενεστώτα: εντρέπου > 'ντρέπου > ντράπου (με επηρεσμό από το συνοπτικό θέμα εντραπ- του β' Αορίστου )

είτε:

β' μέσος Αόρ., Οριστ. ενετραπόμην,
Προστ. εντραπο
> 'ντραπού > ντράπου (με ανέβασμα του τόνου)

κιηρατάς = κερατάς, ο απατημένος σύζυγος]

 

(Λέγεται για το δυσμενές αποτέλεσμα των συνεχών υποχωρήσεων κάποιου σε ένα ζήτημα.)

       6.          

Α, π’ να σ’ πει ου παπάς στ’ αυτί κι’ ου δγιάκους στου κιηφάλι’!

Α, που να σου πει ο παπάς στ’ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι.

(Λέγεται σε κάποιο πρόσωπο ως αποδοκιμασία για κάποια άστοχη ενέργεια ή ζημιά.)

       7.          

Αγουραστά, λι’μαστά.

Αγοραστά, λιμαστά.

[λιίμα = μεγάλη πείνα, λι’μάζου = λιμάζω = έχω μεγάλη και ακόρεστη πείνα, λιίμαξα! = πέθανα της πείνας! λι’μαστός = λιμαστός = αυτός που δεν σε χορταίνει, λιγοστός]

(Προϊόντα που τα αγοράζεις δεν τα έχεις πλουσιοπάροχα – σε αντίθεση με αυτά που παράγεις ο ίδιος.)

       8.          

Άdρας (νά ’νη) κι ας είνη κιη ξ’λένιιους.

Άντρας (νά ’ναι) κι ας είναι και ξύλινος.

[ξ’λένιιους = (ξυλένιος) = ξύλινος]

(Λέγεται στην περίπτωση που μια γυναίκα δεν μπορεί να κάνει κάποια εργασία η οποία χρειάζεται ιδιαίτερη σωματική δύναμη και καλείται κάποιος άντρας να την κάνει, ο οποίος και τα καταφέρνει.)

       9.          

Αλιιά στουν αdρειουμένουνη σά dουνη πχιάσ’νη δγυό σπαζμένι’.

Αλίμονο στον αντρειωμένο σαν τον πιάσουν δύο σπασμένοι.

[αλιιά = αλίμονο

αdρειουμένους (= αντρειωμένος) = δυνατός, υγιής

σά dουνη (= σάν τονε) = σαν τον

σπαζμένους = άρρωστος, ανάπηρος]

(Λέγεται στην περίπτωση που κάποιος επιτίθεται ή αντιστέκεται σε δύο ή περισσότερους άλλους λιγότερο δυνατούς. Δεν έχει πολλές ελπίδες να νικήσει.)

    10.          

Αλιιά στουνη b’ δέν έχι’ νιύχιια να ξυστεί (κιη πηριμένι’ απ’ τα ξένα).

Αλίμονο σ’ αυτόν που δεν έχει νύχια να ξυστεί (και περιμένει από τα ξένα).

(Λέγεται όταν κάποιος δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί και χρειάζεται να τον βοηθήσουν άλλοι.)

    11.          

Αλιιά στουνη π’ λιείπ’ απ’ του γάμου τ’.

Αλίμονο σ’ αυτόν που λείπει από τον γάμο του.

(Λέγεται για κάποιον όταν άλλοι αποφασίζουν ερήμην του για σοβαρό θέμα που τον αφορά άμεσα.)

    12.          

Άλλα μηλητάνη τα βόιδγια κι’ άλλα ου ζηυγάς.

Άλλα μελετούν τα βόδια και άλλα ο ζευγάς.

[μηλητάνη (= μελετάνε) = μελετούν, σκέφτονται]

(Λέγεται σε περιπτώσεις όπου άλλος αποφασίζει τι θα γίνει στο μέλλον.  Ισοδυναμεί με το «Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων άλλα δε Θεός κελεύει».)

    13.          

Άλλαξη ου Μανουλιιός κι’ έβαλη τη βράκ’ αλιιώς.

Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τη βράκα αλλιώς.

(Λέγεται σε περιπτώσεις φαινομενι­κής αλλαγής, όπου ουσιαστικά δεν έχει γίνει αλλαγή.)

    14.          

Αλλού τα κακαρίζματα κι’ αλλού  γιηνάνη οι κότης

Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.

[γιηνάνη (= γεννάνε) = γεννούν]

(Λέγεται σε περιπτώσεις όπου αλλού περιμένουμε να γίνει κάτι και αυτό συμβαίνει τελικά αλλού.)

    15.          

Άλλους είνη ου bαρδακάς κι άλλους είνη ου τσανακάς.

Άλλος είναι ο μπαρδακάς κι άλλος είναι ο τσανακάς.

[< μπαρδάκι = κουβάς, τσανάκι = πήλινο πιάτο]

(Δεν είναι όλοι ίδιοι, ούτε όλα τα ίδια. Λέγεται και στην περίπτωση δύο διαφορετικών απόψεων που τις συγχέει ο συνομιλητής.)

    16.          

Άλλους έχασκιη κι’ άλλους μηταλάβηνη.

Άλλος έχασκε κι άλλος μεταλάβαινε.

[< συμβαίνει στην μετάληψη να ανοίγει το στόμα και ο διπλανός πιστός και ο παπάς να κοινωνήσει αυτόν πρώτον.]

(Λέγεται όταν κάποιος περιμένει με σιγουριά ότι θα κερδίσει κάτι, και αυτό, την τελευταία στιγμή, το κερδίζει άλλος.)

    17.          

Άμα άg’γιη ου Θηός τς κουρούνης θα ψουφάγανη ούλι’ οι γαϊδάρ’.

Αν άκουγε ο Θεός τις κουρούνες θα ψοφούσαν όλοι οι γάιδαροι.

(Λέγεται σε περίπτωση επιθυμίας ή ευχής που είναι απίθανο να εκπληρωθεί.)

    18.          

Άμα δέ βρέξ’ς του gώλου σ’ δέ dρωζ bαρbούνι’.

Αν δεν βρέξεις τον κώλο σου δεν τρως μπαρμπούνι.

[< Στο ψάρεμα μπορεί να χρειαστεί και να βραχείς]

(Χωρίς προσπάθεια και κόπο δεν έχεις επιτυχίες)

    19.          

Άμα ου καδής ζ’ b’δήξ’ τ’ μάνα σ’ ση πχοιόν θα πας να κριθείς;

Αν ο καδής σου «πηδήξει» τη μάνα σε ποιον θα πας να βρεις το δίκιο σου;

[καδής = δικαστής]

(Όταν το έγκλημα το κάνει η εξουσία δεν υπάρχει δικαιοσύνη.)

    20.          

Ανάργια–ανάργια του φιλιί γιια νά ’χιει κιη νουστ’μάδα.

Ανάρια–ανάρια το φιλί για νά ’χει και νοστιμάδα.

(Όταν κάτι ευχάριστο το κάνουμε πολύ συχνά το συνηθίζουμε με αποτέλεσμα να γίνει ρουτίνα και να μας δημιουργεί λιγότερη ευχαρίστηση.)

    21.          

Απ’ τ’ αυτί κιη στου δάσκαλου.

Από το αυτί και στον δάσκαλο.

(Λεγόταν – αλλά και εφαρμοζόταν – στο παιδί που αντιδρούσε και δεν ήθελε να πάει στο σχολείο.)

    22.          

Απ’ τα σύκα μέχρι τα καρύδγια.

Από τα σύκα μέχρι τα καρύδια.

[Τα καρύδια ωριμάζουν αμέσως μετά τα σύκα στο τέλος του καλοκαιριού.]

(Η φράση δηλώνει εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα.)

    23.          

Απ’ του Γιιάνιους του ’Λιιό τύφλα νά ’χ’νη κιη οι δγυό

Από τον Γιάννη ως τον Ηλία τύφλα νά ’χουν και οι δύο.

(Λέγεται σε περίπτωση που καλείται να επιλέξει κανένας ανάμεσα σε δύο εξίσου ανεπιθύμητα πράγματα. Ισοδυναμεί με την παροιμία «Πχιάση τουν ένανη κιη χτύπα τουν άλλουνη.»)

    24.          

Απου Αύγουστου χι’μώνας κι’ απου Μάρτ’ καλουκιαίρ’.

Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι.

(Λέγεται σε μέρες του Μάρτη με πολύ καλό καιρό ή σε μέρες του Αυγούστου με κακό καιρό.)

    25.          

Άπχιαστα π’λιιά, σαράdα στου bαρά.

Άπιαστα πουλιά, σαράντα στον παρά.

[π’λιί = πουλί]

(Εύκολες υποσχέσεις με αμφίβολη δυνατότητα εκπλήρωσής τους.)

    26.          

Αρουτήσανη του λιύκου: Γιιατί είνη ου σβέρκους σ’ χουdρός; κιη τσ’ απάνd’ση: Γιιατί κάνου τση δ’λιειές ημ’ μουναχός.

Ρώτησαν τον λύκο: Γιατί είναι το σβέρκο σου χοντρό; Και τους απάντησε: Γιατί κάνω μόνος μου τις δουλειές μου.

(Λέγεται όταν δεν περιμένουμε από τους άλλους να μας κάνουν κάποια δουλειά, που μπορούμε να την κάνουμε μόνοι μας και να την κάνουμε και πολύ καλά.
Πρέπει να είμαστε ανεξάρτητοι.)

 

    27.          

Αρτζμπούρτσ’ κιη λουλάς.

Αρτζιμπούρτζι και λουλάς.

[αρτζμπούρτσ’ < αρτσβούρτσ’< μσν. αρτσιβούριον (η κατάλυση της νηστείας της Τετάρτης και της Παρασκευής στην εβδομάδα των Απόκρεω)

[λουλάς και λ’λάς = η σύριγγα με την οποία καπνιζόταν το χασίσι, ο σωλήνας του αποστακτήρα της σούμας]

(Σημαίνει ακατάστατα ή ακατανόητα πράγματα.)

    28.          

Αρχιή κι’ αρχιή βγιήκη ου Ηβραίους στου παζάρ’ κι’ έτ’χιη μέρα Σάββατου.

Αρχή και αρχή βγήκε ο Εβραίος στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο.

[Το Σάββατο είναι μέρα αργίας για τους Εβραίους]

(Λέγεται για προσπάθεια άκαιρης ενέργειας που δεν έγινε όταν ήταν δυνατό να γίνει και τελικά έμεινε χωρίς αποτέλεσμα.)

    29.          

Άσπρου χαρτί μαύρα γράμματα.

Άσπρο χαρτί μαύρα γράμματα.

[Για έναν που δεν ξέρει να διαβάζει η εικόνα ενός κειμένου είναι απλώς μια εικόνα ενός λευκού χαρτιού με κάποια μαύρα σημάδια (γράμματα) πάνω του.]

(Λέγεται σε περιπτώσεις όπου καποιος δεν μπορεί να διαβάσει (για οποιοδήποτε λόγο) ένα κείμενο ή δεν καταλαβαίνει το νόημα ενός κειμένου.)

    30.          

Άφραου στόμα, απύλουτου στόμα.

Άφραγο στόμα, απύλωτο στόμα

(άνθρωπος αισχρολόγος ή προπετής)

    31.          

Βαργιά η καλουηρ’κή.

Βαριά η καλογερική.

(Λέγεται για δύσκολο έργο που απαιτεί πολύ κόπο και θυσίες. Λέγεται και ως σχόλιο για τεμπέληδες.)

    32.          

Βγιήκη πανουλαδγιά.
Έμ φταίχτ’ς, έμ πανουλαδγιά
.

Βγήκε πανωλαδιά. Έμ φταίχτης εμ πανωλαδιά.

(Κατάφερε να αθωωθεί ενώ έχει κάνει τη βρωμοδουλειά, ενώ είναι φταίχτης.)

    33.          

Βγιήκιη στου πυρ’φάνι’.

Βγήκε στο πυροφάνι.

[πυρ’φάνι= πυροφάνι, ειδική σχάρα στην πλώρη μικρού αλιευτικού επάνω στην οποία τοποθετούνται ένα ή περισσότερα φανάρια που το φως τους προσελκύει τα ψάρια, το φανάρι που τοποθετείται στη σχάρα αυτή]

(Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να χαρακτηρίσει «έξοδο» για «ψάρεμα» ερωτικού συντρόφου.)

    34.          

Βόιδ’ πήγιη, μ’σκάρ’ γιύρ’ση.

Βόδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.

(Λέγεται απαξιωτικά για κάποιον που δεν επιδέχεται καμιά βελτίωση. Οποιαδήποτε βελτιωτική δράση τον αφήνει ανεπηρέαστο.)

    35.          

Βρήκιη dbόρτα Παναϊά.

Βρήκε την πόρτα Παναγιά.

[< Μεταφορική χρήση: «Παναγιά» = «παρθένος» = «κλειστή»)]

(Λέγεται κυριολεκτικά όταν κάποιος βρίσκει μια πόρτα κλειστή, αλλά και μεταφορικά όταν απευθυνθεί κάποιος κάπου για κάποιο αίτημα και δεν βρει ανταπόκριση.)

    36.          

Βρήκιης άγιιου ν’ ανάψ’ς κιηρί.

Βρήκες άγιο ν’ ανάψεις κερί.

(Λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που ο συνομιλητής λέει ότι θα απευθυνθεί σε κάποιο πρόσωπο για να του ζητήσει κάτι, το οποίο πρόσωπο όμως είναι απίθανο να ανταποκριθεί στο αίτημα.)

    37.          

Γιια τ’ αdί πού ’χι’ δγυό τρύπης!

Για το αντί που έχει δύο τρύπες!

αdί (= αντί < αρχ. ελλ. αντίον: κυλινδρικό ξύλινο εξάρτημα του αργαλειού πάνω στο οποίο τυλίγεται το πανί. Στο ένα άκρο του το αdί έχει ορθογωνική πρισματική κεφαλή διαμπερώς διάτρητη σε δύο άξονες κάθετους μεταξύ τους, για να περνάει μέσα από τις τρύπες μικρή κυλινδρική ράβδος σε ρόλο μοχλού για την περιστροφή του κυλίνδρου.)

(Η φράση λέγεται ως απάντηση στην ερώτηση «Γιατί;», όταν η τελευταία εκφράζει αντίρρηση σε κάποια εντολή ζητώντας το «γιατί» να εκτελεστεί η εντολή)

Χρήση ανάλογη προς τη φράση «Γιια του gώλου σ’ του bλατύ».

    38.          

Γιια του gώλου σ’ του bλατύ!

Για τον κώλο σου τον πλατύ!

(Η φράση λέγεται ως απάντηση στην ερώτηση «Γιατί;», όταν η τελευταία εκφράζει αντίρρηση σε κάποια εντολή ζητώντας το «γιατί» να εκτελεστεί η εντολή.

Χρήση ανάλογη προς τη φράση «Γιια τ’ αdί πού ’χι’ δγυό τρύπης!».)

    39.          

Γιιάννι’ς κιηρνάει Γιιάννι’ς πίνι’.

Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει.

(Λέγεται σε περίπτωση που κάποιος βολεύει μόνο τον εαυτό του)

    40.          

Γλιυκός ου ύπνους τν αυγιή
γδυμνός ου κώλους τ’ Λαμπρή.

Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή.

(Όταν κάποιος προτιμάει τον πρωινό ύπνο από το να πηγαίνει στη δουλειά, στο τέλος δεν θα έχει χρήματα ούτε για ρούχα να ντυθεί.)

    41.          

Δ’λιειά δέν είχιη ου Δγιά ουλους κιη γάμαη τα πηδγιά τ’.

Δουλειά δεν είχε ο Διάβολος και γαμούσε τα παιδιά του.

(Λέγεται συνήθως ειρωνικά για κάποιον αργόσχολο που λέει ή ενεργεί κατά τρόπο προσβλητικό ή ενοχλητικό.)

    42.          

Δέ dαγιιαdώ δγυό πράματα: πίκρης κιη γιηρουdάματα.

Δεν υποφέρω δυο πράγματα: τις πίκρες και τα γεράματα.

[dαγιιαdώ = υποφέρω (< τούρκ. dayanmak)

γιηρουdάματα = γεράματα]

(Λέγεται σε περιπτώσεις στενοχώ­ριας ή κούρασης λόγω ηλικίας.)

    43.          

Δέ μη νοιάζ’ πους πηθαίνου, αλλά όσου ζω μαθαίνου.

Δεν με νοιάζει πως πεθαίνω, αλλά όσο ζω μαθαίνω.

(Λέγεται για κάτι καινούργιο που μαθαίνει κανένας, έστω και καθυστερημένα. Ανάλογο της φράσης «Γηράσκω αεί διδασκόμενος», που είναι παραποιημένη απόδοση της ρήσης του Σόλωνος την οποία αναφέρει και υιοθετεί ο Σωκράτης: «Γηράσκω δ’ αιεί πολλά διδασκόμενος».)

    44.          

Δέ μύρ’σα τα νιύχιια μ’.

Δεν μύρισα τα νύχια μου.

(Λέγεται σε περιπτώσεις όπου  κάποιος δεν έχει, ή δεν θα μπορούσε να έχει, γνώση κάποιου πράγματος ή γεγονότος)

    45.          

Δέ gζηχουρίζ’ του νηφρί απ’ dgαβαλιίνα.

Δεν ξεχωρίζει τον νεφρό από την καβαλίνα.

[νηφρί (ουδ.) = νεφρός

καβαλιίνα = η σχηματισμένη κοπριά του υποζυγίου (αλόγου, γαϊδάρου, μουλαριού)

Ο νεφρός έχει το ίδιο σχήμα με την καβαλιίνα.]

(Λέγεται για άνθρωπο που έχει συγκεχυμένη γνώμη ή ελλιπή κρίση. Σημαίνει το ίδιο ακριβώς με την παροιμιακή φράση:
Δέ ξηχουρίζ’ του ρόβ’ απ’ τ’ φακιή.)

    46.          

Δέ gζηχουρίζ’ του ρόβ’ απ’ τ’ φακιή.

Δεν ξεχωρίζει το ρόβι από τη φακή.

[ρόβ’ (ουδ.) = ρόβι, το φυτό όροβος ο κοινός ].

(Λέγεται για άνθρωπο που έχει συγκεχυμένη γνώμη ή ελλιπή κρίση. Σημαίνει το ίδιο ακριβώς με την παροιμιακή φράση:
Δέ ξηχουρίζ’ του νηφρί απ’
dgαβαλιίνα.)

    47.          

Δείξη μ’ του φίλου σ’ να σ’ πώ πχοιός είση.

Δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι.

(Καθένας συναναστρέφεται με ανθρώπους που έχουν παρόμοιες ιδέες ή ενδιαφέροντα.)

    48.          

Δέκα λόια, ένα άσπρου.

Δέκα λόγια, ένα άσπρο.

[άσπρου = άσπρο (< άσπρον < aspirum < asperum βυζαντινό νόμισμα μικρής αξίας)

(Φράση ισοδύναμη με την παροιμία «Τα λόγια είναι φτώχια».)

    49.          

Δέκα μέτρα κιη μνιά κόβη.

Δέκα μέτρα και μία κόβε.

[Το κόψιμο είναι μη αντιστρεπτή ενέργεια]

(Λέγεται είτε κυριολεκτικά, για να προσέξει κανένας και να κάνει το σωστό κόψιμο, είτε μεταφορικά για να μελετήσει καλά πριν προβεί σε ενέργεια με αποτέλεσμα από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή.)

    50.          

Δ’λιειές μη φούdης.

Δουλειές με φούντες.

(Λέγεται όταν κάποιος ασχολείται με αεριτζίδικες δουλειές.)

    51.          

Δούληψέ μη κακουμοίρ’ να μη γίνου σαν ησένα.

Δούλεψέ με κακομοίρη να μη γίνω σαν εσένα.

(Λέγεται για τη σχέση εργοδότη και εργαζομένου.)

    52.          

Δώ’ μ’ κιυρά μ’ τουν άdρα σ’ κιη σύ πάρ’ του gόπανου.

Δώσε μου, κυρά μου, τον άντρα σου κι εσύ πάρε τον κόπανο.

[κόπανους (< κόπανος) = χοντρό κυλιδρικό ξύλο με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα για να πλυθούν ή καρπούς για να αποφλοιωθούν]

(Λέγεται στην περίπτωση που σου ζητάει κάποιος κάτι που το χρειάζεσαι εσύ και αν του το δώσεις δεν θα μπορείς εσύ να κάνεις τις δουλειές σου.)

    53.          

Δώ’ μ’ μανά μ’ τν ηυχιή σ’ έλα κι α bατείς.

Δώσε μου μάνα την ευχή σου μα έλα και να με δεις (τι κάνω).

(Λέγεται στην περίπτωση που ξεκινάει κάτι με ευχές αλλά στη συνέχεια εγκαταλείπεται στη μοίρα του.)

    54.          

Είπη ου γάιδαρους του bητ’νό κιηφάλα.

Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.

(Λέγεται γι αυτόν που σχολιάζει και αποδίδει στους άλλους τα δικα του κουσούρια, τις δικές του αρνητικές ιδιότητες.)

    55.          

Έκαμα του έβγαϊδέ κιη dbαρbαγιιάννι’ τη σκούφχια.

Έκανα το τίποτε και του μπαρμπα-Γιάννη τη σκούφια.

[του έβγαϊδέ (< έβγα ιδέ) = το τίποτε, το μηδέν

bαρbαγιιάννι’ς = μπαρμπα-Γιάννης]

(= απέτυχα σε κάποια ενέργεια, έκανα κάποια ζημιά, «τα έκανα μούσκεμα».)

    56.          

Έκαμης τ’ νιύχτα μέρα.

Έκανες τη νύχτα μέρα.

(Λέγεται όταν κάποιος δεν εκμεταλλεύεται το φως της μέρας και κάνει τις εργασίες του τη νύχτα. Μου το έλεγε η γιαγιά μου όταν καθόμουν πολύ αργά τα βράδια και διάβαζα με το φως της λάμπας πετρελαίου...).

Βλέπε και Π’λάς τουν ήλιιου κι αγουράζ’ς του φηgάρ’.

    57.          

Έλα παππού μ’ να ζ’ δείξου τ’ αbέλιια σ’.

Έλα παππού μου να σου δείξω τ’ αμπέλια σου.

(Λέγεται σε κάποιον που δίνει συμβουλές σε κάποιον άλλο που ξέρει καλύτερα το θέμα)

    58.          

Ένας κώλους σα bλάdρα

Ένας κώλος σαν πλάντρα

[σαν πλάdρα = σα bλάdρα

πλάdρα = η επάνω βάση του πιεστηρίου του λιοτριβιού]

(Το έλεγαν πειρακτικά για κάποιον ή κάποια με μεγάλο πισινό. Ανάλογο Ένας κώλους σα σ’νιί.)

 

    59.          

Ένας κώλους σα σ’νιί

Ένας κώλος σαν σινί

[σ’νιί (< τούρκ. sini < ελλην. σινίον) = σινί, μεγάλο ορειχάλκινο ταψί]

(Το έλεγαν πειρακτικά για κάποιον ή κάποια με μεγάλο πισινό. Ανάλογο Ένας κώλους σα bλάdρα.)

    60.          

Ένας κώλους φαίνητη, δγυό κουμμάτχια γιένητη.

Ένας κώλος φαίνεται, δυο κομμάτια γίνεται.

[γιένουμη (= γίνομαι), γιένηση (= γίνεσαι), γιένητη (= γίνεται), γιινόμαστη (= γινόμαστε), γιένηστη (= γίνεστε), γιέν’dη (= γίνονται)]

(Το έλεγαν πειρακτικά σε μικρά παιδιά που είχαν γυμνό «ποπό» π.χ. για να κάνουν τα κακά τους.)

    61.          

Έχασα dbέμτ’ κιη γιυρεύου dbαρασκιηυή.

Έχασα την Πέμπτη και γυρεύω την Παρασκευή.

(Το λέει κάποιος είτε κυριολεκτικά αν έχει ξεχάσει τι μέρα είναι, είτε μεταφορικά αν τα έχει χαμένα και δεν ξέρει τι να κάνει.)

    62.          

Έρ’ξα άδγεια κι έπχιασα γιημάτα.

Έριξα άδεια κι έπιασα γεμάτα.

[Στην κυριολεξία, η φράση πιθανόν σημαίνει ότι έριξα το αγκίστρι άδειο (χωρίς δόλωμα) και έπιασα ψάρι]

(Το λέει κάποιος που, είτε σκόπιμα είτε τυχαία, λέει κάτι – διατυπώνει κάποια γνώμη, κάποια παρατήρη­ση, κάποιο σχόλιο κτλ. – για άσχετο θέμα και προκύπτει κάποια, αναπά­ντεχη συνήθως, πληροφορία για συγκεκριμένο θέμα ή γεγονός.)

    63.          

Έχαση η Βηνητχιά βηλόνα.

Έχασε η Βενετία βελόνα.

(Έτσι, σχολιάζεται κάποια απώλεια ή αποτυχία που ήταν μηδαμινή.)

    64.          

Έχι’ς γρόσα έχι’ς γλώσσα.

Έχεις γρόσα έχεις γλώσσα (= Έχεις χρήματα; Μπορείς να μιλάς).

[γρόσα = γρόσια < γρόσι = παλιά τούρκική νομισματική μονάδα ίση με 40 παράδες]

(Αυτός που έχει χρήμα έχει και δύναμη.)

    65.          

Ζ’ d’ βράσ’ κουλλάει του σίδηρου.

Στη βράση κολλάει το σίδερο.

[Για να συγκολληθούν δύο σιδερένια μέρη μεταξύ τους, χρειάζεται πρώτα να πυρακτωθούν ως το σημείο τήξεως και να συμπιεστούν ταχύτατα την κατάλληλη στιγμή.]

(Λέγεται για να δείξει ότι πρέπει κανένας να δράση γρήγορα, όσο οι συνθήκες είναι κατάλληλες.)

    66.          

Ζήσαμη, πηθάναμη, καρπούζα δέν ηφάγαμη· τώρα π’ ανηστ’θήκαμη θα φάμη κιη θα πάρουμη.

Ζήσαμε, πεθάναμε, καρπούζια δεν εφάγαμε· τώρα που αναστηθήκαμε θα φάμε και θα πάρουμε.

[Στον Παγώνδα της Σάμου – σε εποχή που ακόμα τα «φαντάσματα» ήταν σε... δράση – μια ομάδα νεαρών (στην οποία μετείχε και ο μετέπειτα δάσκαλος του χωριού), συμφώνησαν να τρομάξουν έναν αγρότη που είχε το μποστάνι του δίπλα στο νεκροταφείο που είναι στην άκρη του χωριού και να του κλέψουν καρπούζια από το μποστάνι, αφού τον αναγκάσουν να φύγει από το «τσαρδάκι», όπου έμενε τα βράδια για να το φυλάει. Κουκουλώθηκαν, λοιπόν, με άσπρα σεντόνια και έστησαν χορό στο προαύλιο της εκκλησίας του νεκροταφείου τραγουδώντας: Ζήσαμη, πηθάναμη, καρπούζα δέν ηφάγαμη· τώρα π’ ανηστ’θήκαμη θα φάμη κιη θα πάρουμη.

Κατατρομαγμένος ο ιδιοκτήτης του μποστανιού, έφυγε τρέχοντας προς το χωριό, φωνάζοντας «φαντάσματα! φαντάσματα!» και οι νεαροί μπήκαν σαν κύριοι στο μποστάνι και έκλεψαν όσα καρπούζια μπορούσαν να κουβαλήσουν]

(Η φράση έμεινε ως παροιμιακή και λεγόταν σε περιπτώσεις εξαπάτησης απλών ανθρώπων με τη χρήση δοξασιών ή προλήψεων.)

 

    67.          

Η αληπού ηκατό, τ’ αληπουδάκιηκατόν ένα.

Η αλεπού εκατό, τ’ αλεπουδάκι εκατόν ένα.

(Τα παιδιά είναι είναι πιο προχωρημένα από τους γονείς)

    68.          

Η αληπού κρύβητη κι’ η ουρά τς φαίνητη.

Η αλεπού κρύβεται και η ουρά της φαίνεται.

(Ο κακός όσο και αν κρυφτεί διακρίνεται από κάποια στοιχεία.)

    69.          

Η γριά δέ dό ’λπιζη να παdρηυτεί κιη αρριβώνης γιύρηυη.

Η γριά δεν έλπιζε να παντρευτεί και αρραβώνες γύρευε.

αρριβώνα = ο αρραβώνας]

(Λέγεται για κάποιον που κάνει ενέργειες για κάτι που είναι αδύνατο ή πολύ δύσκολο να γίνει.)

    70.          

Η θάλασσα δέ bίνητη, δουκι’μάζητη.

Η θάλασσα δεν πίνεται δοκιμάζεται.

(Λέγεται σε περίπτωση που δοκιμάζει κάποιος κάτι καινούργιο και δεν είναι βέβαιο ότι θα τον ικανοποιήσει.)

    71.          

Η κουτσουνούρα η αληπού τζ βλέπ’ ούλι’ κουτσουνούρ’δης

Η κουτσονούρα η αλεπού τους βλέπει όλους κουτσονούρηδες.

[κουτσουνούρ’ς, κουτσουνούρα = κολοβός, κολοβή (< κουτσός + ουρά)

ούλι = όλοι (εδώ: αιτιατική του ούλους = όλος)]

(Ισοδύναμη με την λόγια έκφραση: «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» και λέγεται για αυτόν που κατηγορεί άλλους για ιδιότητες ή ελαττώματα που έχει ο ίδιος. Παρόμοια και με την παροιμία: «Είπη ου γάιδαρους του bητ’νό κιηφάλα».)

    72.          

Ή παπάς παπάς ή ζηυγάς ζηυγάς

Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς.

[ζηυγάς (<ζευγάς) = ο γεωργός που οργώνει (ζευγαρίζει) το χωράφι]

 

(Λέγεται σε κάποιον, ή για κάποιον, που καταπιάνεται με δουλειά που δεν την ξέρει.)

    73.          

Η πουλιή g’βέdα χαλάει δγυό σπιτ’κά

Η πολλή κουβέντα χαλάει δυο σπιτικά.

(Όταν δυο γειτόνισσες το ρίξουν στην κουβέντα τότε παραμελούν τις δουλειές τους στα σπίτια τους με αποτέλεσμα και τη γκρίνια των αντρών τους.)

    74.          

Η στραβή κουρούνα στου φηgάρ’ ψειρίζ’dανη.

Η στραβή κουρούνα στο φεγγάρι ψειριζόταν.

[ψειρίζουμη = ψειρίζομαι, καθαρίζω το σώμα μου από ψείρες ψάχνοντας και βρίσκοντάς τες μια–μια (δουλειά που χρειάζεται πολύ φως και τεταμένη προσοχή)]

(Λέγεται σε κάποιον που κάνει, σε ημίφως ή σε σκοτάδι, κάποια δουλειά που χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Μου το έλεγε η γιαγιά μου όταν καθόμουν πολύ αργά τα βράδια και διάβαζα με το φως της λάμπας πετρελαίου...)

    75.          

Ηδώ ση θέλου κάβουρα να πηρπατάς στα κάρβ’να

Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα.

(Λέγεται σε κάποιον όταν καλείται να κάνει κάτι δύσκολο που χρειάζεται ιδιαίτερο κόπο, δύναμη ή επιδεξιότητα)

 

    76.          

Ήρθη ου Τέταρτους πάει ου βδόμαδους.

Ήρθε η Τετάρτη πάει η εδβομάδα.

[Όταν έρθει η Τετάρτη, η εβδομάδα πλησιάζει προς το τέλος της]

(Λέγεται όταν πλησιάζει η ώρα αναμενόμενου γεγονότος.

ίδιο νόημα με την παροιμία «Σάββατου κουdά γιιουρτή, δώ κουdά είνη η Κιυργιακιή.»)

 

    77.          

Ησένα δέ ση βρίσκ’νη ούτη στου σακιί ούτη στου σακόδημα.

Εσένα δεν σε βρίσκουν ούτε στο σακί ούτε στο σακόδεμα.

[ησένα = εσένα

βρίσκ’νη (< βρίσκουνε) = βρίσκουν

σακόδημα = σακόδεμα = το σχοινί με το οποίο δένεται ένα σακί ή το ίδιο το δέσιμο του σακιού]

(Λέγεται σε δύστροπο και γκρινιάρη άνθρωπο που δεν ξέρει κανένας πώς να του φερθεί για να είναι ικανοποιημένος.)

    78.          

Θανάσ’, Θανάσ’ ! Τα παπούτσα σ’ να μη χάσ’ς!

Θανάση, Θανάση! Τα παπούτσια σου να μην χάσεις!

[< Από την ιστορία της μάνας κάποιου Θανάση, που ενώ τον παράσερνε ένα «φουσκωμένο» ρέμα αυτή του φώναζε να μην χάσει τα παπούτσια του που ήταν καινούργια γιατί τα είχε πρόσφατα αγοράσει.]

(Λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αξιολογεί κάτι ασήμαντο ως σημαντικότερο από κάτι άλλο πολύ σοβαρότερο.)

    79.          

Θέλιου άθρουπους ν’ αγιιάσ’ μα οι πειρασμοί δε dουν αφήν’νη.

Θέλει ο άνθρωπος ν’ αγιάσει, μα οι πειρασμοί δεν τον αφήνουν.

[αγιιάζου = αγιάζω, γίνομαι άγιος]

(Λέγεται σε περιπτώσεις όπου έχει πάρει κάποιος απόφαση ότι θα κάνει ή δεν θα κάνει κάτι, αλλά την αναθεωρεί αν εμφανιστεί η κατάλληλη πρόκληση. π.χ. αποφασίζει να κόψει το κάπνισμα και οι καπνίζοντες φίλοι του του προσφέρουν τσιγάρο.)

    80.          

Θέλι’ς θέρ’ζη κιη δένη, θέλι’ς δένη κιη g’βάλα.

Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλα.

[θέλι’ς = θέλεις (ρ. θέλου)

θέρ’ζη = θέριζε (ρ. θηρίζου)

δένη = δένε (ρ. δένου)

g’βάλα = κουβάλα (< κ’βάλα < κουβάλα, ρ. g’βαλάου)]

(Είτε έτσι, είτε αλλιώς, δεν κάνει μεγάλη διαφορά.)

    81.          

Θέλουdας ου βλάχους μη θέλουν*) ου ζωγράφους, φόρα Χ’στέ μ’ κόκκι’να τσαρούχιια.

 

 

 

 

*) = «θέλων». Εδώ η γιαγιά δεν έλεγε «μη θέλουdας», αλλά για λόγους μέτρου χρησιμοποιούσε την καθαρευουσιάνικη μετοχή. Στη σύνταξη αυτή υπάρχει το φαινόμενο της «ονομαστικής απολύτου».

Θέλοντας ο βλάχος μη θέλοντας ο ζωγράφος, φόρεσε Χριστέ μου κόκκινα τσαρούχια.

[Χ’στός = Χριστός
Η ιστορία αναφέρεται σε κάποιον βλάχο που παρήγγειλε σε έναν ζωγράφο να του ζωγραφίσει μια εικόνα του Χριστού, αλλά όταν είδε την εικόνα με τον Χριστό ξυπόλυτο αρνήθηκε να την πάρει και επέμεινε ωσότου ο ζωγράφος «φόρεσε» στον Χριστό κόκκινα τσαρούχια.]

(Λέγεται με την έννοια της παροιμίας «Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» σε περιπτώσεις όπου ο «πελάτης» έχει άδικο.)

    82.          

Ίσα βάρκα ίσα νηρά.

Ίσα βάρκα, ίσα νερά.

(Λέγεται σε περιπτώσεις όπου εξισορροπούνται περίπου τα κέρδη και οι ζημιές.)

    83.          

Κ’κιιά έφαης κ’κιιά μαρτυράς.

Κουκιά έφαγες κουκιά μαρτυράς.

[κ’κιί = κουκί]

(Λέγεται σε κάποιον που έχει περιορισμένη γνώση, πληροφόρηση ή εμπειρία για καποιο ζήτημα.)

    84.          

Κλάρα βάζ’νη στου σπίτ’ σ’;

Κλάρα βάζουν στο σπίτι σου;

[κλάρα = μεγάλο κομμένο κλαδί δέντρου που χρησιμοποιούνταν για να φράζει την είσοδο σε αγροτεμάχιο]

(Λέγεται σε κάποιον που μπαίνει ή βγαίνει από το σπίτι αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα.)

 

    85.          

Κ’τσοί στραβοί στουν Αϊ-Παdηληήμουνα.

Κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα.

(Λέγεται όταν συρρέουν πολλοί σχετικοί και άσχετοι για κάποιο σκοπό, ή όταν προστρέχουν όλοι σε έναν – συνήθως βολικό άνθρωπο –για οποιαδήποτε εξυπηρέτηση.)

    86.          

Κάθη αbόδγιου γιια καλό.

Κάθε εμπόδιο για καλό.

(Ανάλογο της παροιμιακής φράσης «οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ». Λέγεται όταν κάποια δυσκολία ή «αναποδιά» αποδεικνύεται εκ των υστέρων ευνοϊκή ή και σωτήρια.)

    87.          

Κάθη αgούτσα γιια bρουσημό τς τραβάει

Κάθε αγκούτσα μπροστά της τραβα.

[αgούτσα = διχαλωτό ξύλο που το χρησιμοποιούμε για να τραβάμε προς το μέρος μας κλαδιά δέντρου]

(Λέγεται για να δείξει ότι ο καθένας κοιτάζει το συμφέρον του.)

    88.          

Κάθη αρνάκι’ (κρέμητη) απ’ του θ’κό τ’ πουδαράκι’.

Κάθε αρνάκι (κρέμεται) από το δικό του ποδαράκι.

[< Στο κρεοπωλείο κάθε σφαχτό κρέμεται στο τσιγκέλι από τα πόδια του]

(Καθένας (οφείλει να) έχει την ευθύνη των πράξεών του.)

    89.          

Κάθη πράμα στου gιηρό τ’ κιου κουλιιός τουν Αύγουστου.

Κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο.

[στου gιηρό < στουν κιηρό τ’ < στον καιρό του

Το ψάρεμα του κολιού γίνεται τον Αύγουστο]

(Λέγεται κυριολεκτικά για τα προϊόντα της φύσης, αλλά και για ανθρώπινες ενέργειες που πρέπει να γίνονται στον κατάλληλο χρόνο.)

 

 

    90.          

Κάθητη μουναχός τ’ σά dου gούκου.

Κάθεται μόνος του σαν τον κούκο.

[σά dου gούκου < σα ντου νgούκου < σαν τον κούκο.]

(Λέγεται όταν κάποιος είναι μόνος του χωρίς να έχει για συντροφιά κανένα άλλο πρόσωπο.)

    91.          

Κάλιιου γαϊδουρόδηνη παρά γαϊδουρουγιύρηυη.

Καλύτερα να δένεις τον γάιδαρό σου παρά να ψάχνεις να τον βρεις.

(Λέγεται για να δείξει ότι είναι προτιμότερο να είναι κανένας προνοητικός, παρά αφού δημιουργηθεί το πρόβλημα να προσπαθεί να το λύσει.)

    92.          

Καλόμαθη η γριά στα σύκα κι ούλι’ τ’ νιύχτα τ’ ανηζήτα.

Καλόμαθε η γριά στα σύκα και όλη τη νύχτα τα αναζητούσε.

(Όταν συνηθίσει κανένας στα εύκολα και ευχάριστα θέλει να τα συνεχίσει και δύσκολα προσαρμό­ζεται στη στέρησή τους.)

    93.          

Κάμαμη τ’ άdηρά μας κόρδης

Κάναμε τα έντερά μας χορδές.

[άdηρου = έντερο

κόρδα = χορδή]

(Λέγεται σε περίπτωση αποτυχίας ή ζημιάς που πάθαμε με υπαιτιότητα δική μας.)

    94.          

Κάνη γαργάρα ξ’λόπρουκιης!

Κάνε γαργάρα ξυλόπροκες!

(Προτροπή που κάνει κάποιος, αστεϊζόμενος, σε κάποιον του οποίου έχει κλείσει ο λαιμός.)

    95.          

Κάνι’ τς αληπούς τζ βόλτης.

Κάνει της αλεπούς τις βόλτες.

(Λέγεται όταν κάποιος τριγυρίζει, κάνει βόλτες, σαν την αλεπού που πριν επιδράμει στο κοτέτσι «κόβει» βόλτες γύρω από αυτό.)

    96.          

Καπχοιανού γάιδαρου τ’ χαρίζανη κιη τουνη κοίταζη στα δόdγια.

Χάριζαν σε κάποιον έναν γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια.

[Από τα δόντια του ζώου φαίνεται η ηλικία του]

(Λέγεται στην περίπτωση που γίνεται ή προσφέρεται σε κάποιον κάτι καλό και αυτός το κριτικάρει.)

    97.          

Κατά τν ώρα κιη του χαζμούρ’μα.

Κατά την ώρα και το χασμουρητό.

[χαζμούρ’μα = χασμουρητό]

(Κάθε τί γίνεται στην ώρα του)

    98.          

Κατά φουνιή κιου γάιδαρους.

Κατά φωνή κι ο γάιδαρος.

(Λέγεται σε περιπτώσεις όπου τη στιγμή που γίνεται συζήτηση για κάποιον αυτός εμφανίζεται.)

    99.          

Κάτση γιέρου στου κιηλιί σ’
για να μη χάσ’ς
d’ τιμή σ’.

Κάτσε γέρο στο κελί σου για να μη χάσεις την τιμή σου.

[Η απομόνωση ενός καλόγερου στο κελί του του εξασφαλίζει λιγότερους πειρασμούς.]

(Λέγεται σε κάποιον για να αποφύγει να εκτεθεί σε κάποιον πειρασμό.)

 100.          

Κι’οι αγιίοι φουβέρα θέλ’νη.

Και οι άγιοι φοβέρα θέλουν.

(Λέγεται σε περιπτώσεις όπου κάτι που ζητάμε να κάνει ο άλλος και με καλό τρόπο δεν το έχουμε επιτύχει, το εξασφαλίζουμε ασκώντας σ’ αυτόν κάποια απειλή).

 101.          

Κιη στα ’νιιάμηρα τ’ αdρούς τς άλλουν έβαλη ου νους τς.

Και στα εννιάμερα του άντρα της άλλον έβαλε ο νους της.

[’νιιάμηρα = εννιάμερα

αdρούς < αdρός < αντρός < ανδρός = άντρα (γενική πτώση)

άλλουν = άλλον]

(Λέγεται για χήρα που ξανα­παντρεύεται πολύ σύντομα μετά τον θάνατο του συζύγου της.)

 102.          

Κιη στς ηνιιά τ’ μακαρίτ’ άλλουν έβαλη στου σπίτ’.

Και στις εννιά του μακαρίτη άλλον έβαλε στο σπίτι.

(Λέγεται για χήρα που ξαναπα­ντρεύεται πολύ σύντομα μετά τον θάνατο του συζύγου της.)

Ιδια χρήση με το Κιη στα ’νιιάμηρα τ’ αdρούς τς άλλουν έβαλη ου νους τς.

 103.          

Κιη του γιύφτου γιια φουτχιά.

Και τον γύφτο για φωτιά.

[γιύφτους = σιδηρουργός

Ο σιδηρουργός είχε πάντοτε φωτιά στο εργαστήρι του, που την άναβε και την διατηρούσε με το «φυσερό» του, για να πυρακτώνει και να κατεργάζεται τα σιδερένια εργαλεία και αντικείμενα που κατασκεύαζε.

Στη φράση αυτή ο «γύφτος» θεωρείται υποτιμητικά ως ο κατώτατης τάξης άνθρωπος.]

(Λέγεται με την έννοια ότι ακόμα και ο κατώτατης τάξης άνθρωπος, που δεν τον υπολογίζεις, μπορεί να σου φανεί χρήσιμος.

Λέγεται όμως και σε περιπτώσεις που κάποιος κάνει κάτι με υστεροβουλία, που είναι φυχρός υπολογιστής.)

 104.          

Κιηρός φηλάει τα λάχανα κιηρός κιη τα μαρούλιια.

Ο καιρός ωφελεί τα λάχανα ο καιρός και τα μαρούλια.

[φηλάου = ωφελώ]

(Όλα εξαρτώνται από τον κατάλληλο καιρό, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Επίσης, κάθε πράγμα στον καιρό του. Ανάλογο της ρήσης

«Καιρός παντί πράγματι».)

 105.          

Κουλουκιύθχια μη τ’ ρίγανι’.

Κολοκύθια με τη ρίγανη.

[κουλουκιύθ’= κολοκύθι (που θεωρείται μικρής θρεπτικής αξίας τροφή)

Η ρίγανη νοστιμίζει το φαγητό· επομένως και τα κολοκύθια. Πλην όμως, όση ρίγανη και αν τους βάλεις τα κολοκύθια παραμένουν «κολοκύθια»!]

(Λέγεται ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός για απόψεις, πράξεις ή καταστάσεις που ο ομιλητής θεωρεί άνευ αξίας. Βλέπε και «Κουλουκιύθχια στου πάτερου.»)

 106.          

Κόρακας τ’ κουράκ’ μάτ’ δέ βγάζ’.

Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει.

(Οι κακοί αλληλοϋποστηρίζονται)

 107.          

Κουλουκιύθχια στου πάτερου.

Κολοκύθια στο πάτερο.

[κουλουκιύθ’ = κολοκύθι (που θεωρείται μικρής θρεπτικής αξίας τροφή)

πάτερου = πάτερο, ένα από τα χοντρά ξύλινα δοκάρια από κορμό δέντρου πάνω στα οποία καρφώνονται τα εγκάρσια δοκάρια της «τραβάκας» (κεραμωτής στέ­γης). Τα πλευρικά πάτερα έπαιζαν και ρόλο ραφιών. Πάνω σε αυτά τοποθετούνταν τα μεγάλα κίτρινα γλυκοκολόκυθα και διατηρούνταν για όλον τον χειμώνα.]

(Λέγεται ως απαξιωτικός χαρα­κτηρισμός για απόψεις, πράξεις ή καταστάσεις που ο ομιλητής θεωρεί άνευ αξίας. Βλέπε και «Κουλουκιύθχια μη τ’ ρίγανι».)

 108.          

Κρύψ’ κιη χούιαζη.

Κρύψου και φώναζε.

[χουιάζου και = χουιάτίζου (< σλαβ. hujati= χουγιάζω, φωνάζω δυνατά]

(Λέγεται σε περίπτωση όπου κάποιος προσπαθεί να αποφύγει να μαθευτεί ότι έκανε κάτι, παράλληλα κάποιες ενέργειές του καθιστούν ολοφάνερο ότι το έκανε.)

 109.          

Λέει ου Δγιά ουλους: πέτα συ κιη γω βαρώ.

Λέγει ο Διάβολος: πέτα εσύ κι εγώ βαρώ.

[Άμα το θέλει ο Διάβολος, πετώντας μια πέτρα, ακόμα και για παιχνίδι, μπορεί να κάνεις μεγάλη ζημιά.]

(Λέγεται σε περιπτώσεις όπου μια αθώα επιθετική ενέργεια, χάριν παιδιάς, μπορεί να οδηγήσει σε άσχημο αποτέλεσμα.)

 110.          

Μαθαίνιbαρbέρ’ς στ’ κασίδ’ του κιηφάλι’.

Μαθαίνει μπαρμπέρης στου κασίδη το κεφάλι

(Λέγεται για αρχάριους και ατζαμήδες επαγγελματίες)

 111.          

Μακριά απ’ τη φ’στάνα μ’
κι’ ας είν’ κι’ η μάνα μ’.

Μακριά από τη φουστάνα μου κι ας είναι και η μάνα μου.

[φ’στάνα = φουστάνα = μεγάλο φουστάνι]

(Οι πολύ στενές σχέσεις πολλές φορές δημιουργούν προβλήματα. Καλό είναι να κρατάς κάποια απόσταση από τους άλλους για να μην μπερδεύονται στις δουλειές σου και σου κάνουν κουμάντο.)

 112.          

Μαρή Πάτρα κώλους!

Μωρή Πάτρα κώλος!

[Πάτρα = Κλεοπάτρα,

κώλους = τρύπα της βελόνας]

Η αδελφή κάποιας Πάτρας είχε αγοράσει μια καινούργια βελόνα ραψίματος που είχε μεγάλη τρύπα και περνούσε εύκολα η κλωστή μέσα της και με αυτήν τη φράση φώναξε στην Πάτρα δυνατά τον ενθουσιασμό της, έτσι που άκουσε όλη η γειτονιά. Και η φράση έμεινε...]

(Η φράση λεγόταν κοροϊδευτικά είτε στην κυριολεξία όταν περνούσε εύκολα η κλωστή από την τρύπα μιας βελόνας είτε μεταφορικά από μια «γειτόνισσα» για τα οπίσθια κάποιας άλλης...)

 113.          

Μάρτ’ς γδάρτ’ς κιη κακός παλ’κουκαύτ’ς· κιη στζ δηκαπέdη τ’ Απριλιιού έβαλη η γριά στου τζάκι’ του μηγάλου κούτσουρου

Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης· και στις 15 Απριλίου έβαλε η γριά στο τζάκι το μεγάλο κούτσουρο.

[παλούκι = παλούκι: επίμηκες κομμάτι ξύλου (αιχμηρό στο ένα άκρο) που μπήγεται στο έδαφος ή σε τοίχο για διάφορες χρήσεις.

Το παλούκι είναι χρήσιμο ξύλο και όχι για κάψιμο στο τζάκι.]

 (Λέγεται σε περίπτωση πολύ κρύου καιρού κατά τον μήνα Μάρτιο.)

 114.          

Μή dρυγάς του μηλιίσσ’! ή

Πάλιι τρυγάς του μηλιίσσ’!

Μην τρυγάς το μελίσσι! ή

Πάλι τρυγάς το μελίσσι!

[τρυγάου του μηλιίσσ’ = τρυγώ το μελίσσι = βγάζω από την κυψέλη τις κηρύθρες με το μέλι, από τις οποίες, στη συνέχεια, με συμπίεση εξάγεται το μέλι και απομένει το κερί]

(Λέγεται σε κάποιον – συνήθως παιδί – που χώνει το δάκτυλο και καθαρίζει τη μύτη του από την ξερή μύξα, που μοιάζει με κερί και λέγεται «κάκαδου».)

 115.          

Μή μη πληγάζ’ς!
(Βλέπε και «Πλιηγή τ’ Φαραώ».

Μη με πληγάζεις!

[πληγάζου = ενοχλώ επίμονα και φορτικά, βασανίζω. Ετυμολογία: ίσως από τις «πληγές του Φαραώ»]

(Λεγόταν σε ενοχλητικούς που δεν εννοούσαν να σταματήσουν να παρενοχλούν.)

 116.          

Μή φ’τρώνι’ς κιεί b’ δέ ση σπέρν’νη!

Μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν!

[φ’τρώνου = φυτρώνω,

σπέρνου, σπέρνουμη = σπέρνω, σπέρνομαι

Τα αγριόχορτα φυτρώνουν εκεί που δεν τα σπέρνει κανένας και αποτελούν ζιζάνια για τα ήμερα φυτά]

(Λεγόταν συνήθως, με επιτιμητικό ύφος, σε κάποιους που παρενέβαι­ναν σε υποθέσεις άλλων και στα μικρά παιδιά όταν αυτά «χώνο­νταν» σε συζητήσεις των μεγάλων.
Ανάλογη είναι και η φράση: Τί πητάγιηση σα
d’ ατσίb’του κ’κιί;)

 117.          

Μνιά κατουρ’σά τόπους

Μια κατουρησιά τόπος

[κατουρ’σά = κατουρησιά]

[Η επιφάνεια του εδάφους που καλύπτεται από το κάτουρο, όταν κάποιος κατουρήσει στο έδαφος, είναι μικρή].

(Χρησιμοποιείται για να τονίσει πόσο μικρή έκταση έχει κάτι)

 118.          

Μνιά στου καρφί, δγυό στου πέταλου.

Μια στο καρφί, δυο στο πέταλο.

[Κάθε ένα εύστοχο χτύπημα του σφυριού του πεταλωτή στο καρφί για να στερεωθεί το πέταλο, δύο άστοχα στο πέταλο].

(Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά σε περιπτώσεις άστοχων κινήσεων σε μαστορέματα ή μεταφορικά όταν υπάρχει μικρή ευστοχία σε επιδόσεις.)

 119.          

Να μ’ τρυπήσ’ς τ’ μύτ’.

Να μου τρυπήσεις τη μύτη.

[Στη Βυζαντινή εποχή, σε καταδικαστικές αποφάσεις, εφαρμοζόταν ως ποινή και το τρύπημα της μύτης]

(Η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει κατηγορηματική άρνηση π.χ.: Άμα τ’ ξαναμ’λιήσου ηγώ αυτ’νού να μ’ τρυπήσ’ς τ’ μύτ’.)

 120.          

Να ση πάνη τέσηρ’! (κατάρα)

Να σε πάνε τέσσερις! (= Να πεθάνεις!)
(Λέγεται ως κατάρα)

 121.          

Ξένου άλουγου καβαλι’κεύ’ς, στα μ’σά θα ξηπηζέψ’ς,
Ξένου άλουγου καβαλι’κεύ’ς, γλήουρα θα ξηπηζέψ’ς.

Ξένο άλογο καβαλικεύεις, στα μισά (του δρόμου) θα ξεπεζέψεις ή Ξένο άλογο καβαλικεύεις, γρήγορα θα ξεπεζέψεις.

[γλήουρα = γρήγορα]

(Λέγεται για να δείξει ότι όταν κάποιος, σε κάποιο έργο, βασίζεται εξολοκλήρου σε άλλους, αυτοί μπορεί να τον αφήσουν μόνο του χωρίς να ολοκληρωθεί το έργο. Η ωφέλεια από την ξένη βοήθεια μπορεί να είναι προσωρινή.)

 122.          

Ξηράδγια!

Ξεράδια! (να βγάλεις = Να ξεραθείς!)

[ξηράδ’ = ξεράδι, ξερό κλαδί δέντρου]

(Λέγεται αρατικά – σαν κατάρα – ως ανταπάντηση στην απάντηση «Δέ ξέρου» = δεν ξέρω.)

 123.          

Οdά ’πρηπη δέν έβρηχιη, του Μάη δρουσουλόγαη.

Όταν έπρεπε δεν έβρεχε, τον Μάη δροσολόγαγε.

[οdά = όταν,

δρουσουλουγάου = δροσολογώ, ρίχνω δροσιά/δροσιές]

(Τον Μάιο οι βροχές κάνουν ζημιές στην αγροτική παραγωγή· γι’ αυτό και δεν είναι επιθυμητές. Ανάλογη της παροιμίας: «Στου gαταραμένου τόπου του Μάη μήνα βρέχι»)

 124.          

Όπ’ λαλούν πουλιοί πητ’νιοί αργιεί να ξ’μηρώσ’.

Όπου λαλούν πολλοί πετεινοί αργε΄να ξημερώσει.

[πητ’νιός = πετεινός

ξ’μηρώνου =ξημερώνω]

(Όταν κάνουν κουμάντο πολλοί, τότε το έργο καθυστερεί.)

 125.          

Όπχοιους b’δάει πουλλά παλούκιια, bαίνι’ κιη κάπχοιου στου gώλου τ’.

Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει και κάποιο στον κώλο του.

(Όποιος ενεργεί συνεχώς ριψοκίνδυνα κάποια στιγμή την παθαίνει.)

 126.          

Όπχοιους βρίσκι’ κιη πουρεύητη τύφλα τ’ κιη παdρεύητη

Όποιος βρίσκει και πορεύεται τύφλα του και παντρεύεται.

[βρίσκου = βρίσκω = μπορώ,

πουρεύουμη = πορεύομαι = διάγω, ζω, περνώ· εδώ μεταφορικά: έχω σεξουαλικές σχέσεις]

[= Όποιος μπορεί να έχει ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις είναι ανοησία να παντρευτεί.]

(Παλιότερα – όταν οι προγαμιαίες σχέσεις απαγορεύονταν κυρίως στις γυναίκες – λεγόταν ως σύνθημα σε/για άγαμους άντρες· σήμερα λέγεται και για άγαμες γυναίκες.)

 127.          

Όπχοιους έχι’ πηδγιά κιη τέτζηρα στου γάμου τί γιυρεύ’.

Όποιος έχει παιδιά και τέντζερα στο γάμο τι γυρεύει.

[τέτζηρου = τέντζερο, τέντζερης]

(Λέγεται σε περιπτώσεις δυσκολίας συμμετοχής σε εκδηλώσεις είτε λόγω παιδιών είτε λόγω πραγμάτων που πρέπει να κουβαληθούν).

 128.          

Όπχοιους δεν έχι’ να ξυστεί τουνη τρώνη οι ψύλλι’.

Όποιος δεν έχει να ξυστεί τον τρώνε οι ψύλλοι.

[Οι ψύλλοι προκαλούν φαγούρα στο δέρμα και χρειάζεται να ξύνεται συνεχώς αυτός που τους έχει. Μάλιστα σε μεριές όπως στην πλάτη χρειάζεται και τη βοήθεια οργάνου ή άλλου ατόμου]

(Πρέπει να αντιμετωπίζουμε οι ίδιοι τα προβλήματά μας. Αλλιώς, υφιστάμεθα τη μοίρα μας.)

 129.          

Όπχοιους καλά δέ gάθητη καλιύτηρα γιυρεύ’,
ου δγιάουλους στου
gώλου τ’ παλούκιια μαγιειρεύ’.

Όποιος καλά δεν κάθεται (και) καλύτερα γυρεύει, ο διάολος στον κώλο του παλούκια μαγειρεύει.

(Λέγεται για αυτούς που δεν ικανοποιούνται με τίποτε.)

 130.          

Όπχοιους πνιίγι’κιη του μητάνιιουση.

Όποιος πνίγηκε το μετάνοιωσε.

(Λέγεται όταν καλοσυνέψει μετά από μεγάλη κακοκαιρία. Και για να δηλώσει ότι σε δύσκολες καταστάσεις δεν εγκαταλείπουμε τις προσπάθειες. Τα πράγματα θα καλυτερέψουν μετά και θα το μετανοιώσουμε.)

 131.          

Όπχοιους πρόλαβη του Gιύριου είδη.

Όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε.

(Λέγεται σε περιπτώσεις χαμένης προθεσμίας ή συμμετοχής σε κάποια διανομή.)

 132.          

Όπχοιους φηλά παdού φηλά.

Όποιος ωφελεί (= είναι καλός) σε κάτι ωφελεί (= είναι καλός) σε όλα.

[φηλά και φηλάει: γ΄ πρόσωπο του ρ. φηλάου (< φελάω < ωφελώ) = ωφελώ, ευδοκιμώ, είμαι καλός, κάνω καλό]

(Αυτός που είναι καλός σε ένα τομέα είναι καλός και σε όλους τους άλλους τομείς. Ακριβές ανάλογο της λόγιας ρήσης: «Ὁ ἐν ἑνὶ καλὸς ἐν παντὶ καλὸς».)

Βλέπε και: Όπχοιους φηλάει στα λάχανα φηλάει κιη στα μαρούλιια.

 133.          

Όπχοιους φ’λάει τουν ουdά τρώει του τζουρβά. Όπχοιους γιυρίζ’μυρίζ’.

Όποιος φυλάει τον οντά τρώει τον τσορβά. Όποιος γυρίζει (κάνει βόλτες έξω από το σπίτι) μυρίζει.

[ουdάς < οντάς < τούρκ. oda = δωμάτιο
τσουρβάς = τσορβάς, σούπα < τούρκ.
corba]
γιυρίζου = γυρίζω = κυκλοφορώ έξω από το σπίτι]

(Πολλές φορές αυτοί που μένουν μέσα στο σπίτι και δεν φεύγουν για να κάνουν βόλτα ή να διασκεδάσουν έχουν κάποιο όφελος που το στερούνται όσοι βρίσκονται «έξω». π.χ. μπορούν να απολαύσουν κάποιο νόστιμο φαγητό, που οι άλλοι μόνο τη μυρωδιά του μπορεί να πάρουν είδηση όταν επιστρέψουν)

 134.          

Όπχοιους φ’λάει τα ρούχα τ’ έχι’ τα μ’σά.

Όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά.

[φ’λάου = φυλάω, φυλάγω (< φυλάσσω)]

(Λέγεται παίρνει προφυλάξεις προλαβαίνει ζημιές και απώλειες.)

 135.          

Όπχοιους φηλάει στα λάχανα φηλάει κιη στα μαρούλιια.

Όποιος ωφελεί (= είναι καλός) στα λάχανα ωφελεί και στα μαρούλια

[φηλά και φηλάει: γ΄ πρόσωπο του ρ. φηλάου (< φελάω < ωφελώ) = ωφελώ, ευδοκιμώ, είμαι καλός, κάνω καλό]

(Αυτός που είναι καλός σε ένα τομέα είναι καλός και σε άλλους τομείς. Ανάλογο της λόγιας ρήσης: «Ὁ ἐν ἑνὶ καλὸς ἐν παντὶ καλὸς».

Βλέπε και: Όπχοιους φηλά παdού φηλά.)

 136.          

Ό,τ’ κιη να πάρουμη φλούδγια θα πητάξουμη.

Ό,τι και να πάρουμε φλούδια θα πετάξουμε.

(Λέγεται σε περιπτώσεις όπου όπως και να κάνουμε μια ενέργειά μας δεν θα έχει ικανοποιητικό αποτέλεσμα.)

 137.          

Ου bηνάκι’ς κιου βγιηνάκι’ς ή απ’ τό ’να αυτί dbαίνι’ κι’ απ’ τ’ άλλου βγιαίνι’.

Ο μπαινάκης κι ο βγαινάκης ή από το ένα αυτί του μπαίνει κι από το άλλο βγαίνει.

(Λέγεται όταν κάποιος δεν ακολουθεί τις οδηγίες παρ’ όλο που αυτές του έχουν ειπωθεί.)

 138.          

Ου bουd’κός στη dρύπα τ’ δέ χώραη κιη κουλουκιύθης έσηρνη.

Ο ποντικός στην τρύπα του δεν χωρούσε και κολοκύθες έσερνε.

(Λέγεται στην περίπτωση που κάποιος υπερεκτιμά τις ικανότητες ή δυνατότητές του και επιχειρεί ενέργειες πέραν των δυνάμεών του χωρίς επιτυχία.)

 139.          

Ου άθρουπους είνη σηdούκι’ κλιειδουμένου.

Ο άνθρωπος είναι σεντούκι κλειδωμένο.

[άθρουπους = άνθρωπος
ση
dούκι = σεντούκι
κλιειδουμένους = κλειδωμένος]

(Λέγεται για να τονιστεί ότι ο εσωτερικός εαυτός κάθε ανθρώπου παραμένει άγνωστος για τους άλλους. Ανάλογο της φράσης «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου».)

 140.          

Ου αμαρτουλός σα φάει κρυώνι’.

Ο αμαρτωλός σαν φάει κρυώνει.

(Λέγεται σε κάποιον που μετά το φαγητό λέει πως κρυώνει.)

 141.          

Ου ανάλατους αλατίζητη, ου αρμυρός στουμπανιίζητη

Ο ανάλατος αλατίζεται, ο αλμυρός στουμπανίζεται.

[στουbανιίζου (< στούμπος = κόπανος) = κοπανίζω, χτυπώ]

(Καλύτερα να λείπει αλάτι από το φαγητό, παρά να είναι πολύ αλμυρό. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί κανένας να προσθέσει αλάτι, ενώ στη δεύτερη δεν μπορεί να κάνει τίποτε, εκτός από το να κοπανίσει (= δείρει) τον μάγειρο...)

 142.          

Ου βρημένους d’ βρουχιή δέ dνη φουβάτη.

Ο βρεγμένος τη βροχή δεν την φοβάται.

(Όποιος έχει πάθει κάτι κακό δεν φοβάται μην του τύχει κάτι παρόμοιο.)

 143.          

Ου Γιιάννι’ς ου σπασμένους.

Ο Γιάννης ο «σπασμένος».

(Λέγεται στην περίπτωση που κάποιος έχει χτυπήσει και/ή πονάει σε παραπάνω από ένα σημεία του σώματός του.)

 144.          

Ου Ηβραίους νιίβ’dανη κι’ η πουδγιά τ’ χιαίρ’dανη.

Ο Εβραίος νιβόταν κι η ποδιά του χαιρόταν.

(Λέγεται σε κάποιον που πλένει, ή έχει βρεγμένα τα χέρια του, και σκουπίζεται πάνω του και όχι με κάποια πετσέτα.)

 145.          

Ου κ’φός όπους θέλι’ τα τηργιάζ’.

Ο κουφός όπως θέλει τα ταιριάζει.

(Λέγεται στην περίπτωση που ο συνομιλητής άκουσε άλλη λέξη από εκείνη που του είπαμε.)

 146.          

Ου κακός χιέστ’ς δγυό φουρές χιέζ’.

Ο κακός χέστης δυο φορές χέζει.

(Λέγεται για κάποιον που δεν έκανε σωστά μια δουλειά και χρειάζεται να την ξανακάνει από την αρχή.)

 147.          

Ου λουλός είδη του μηθυζμένου κι’ έκαμη πίσου

Ο τρελός είδε τον μεθυσμένο κι έκαμε πίσω (φοβήθηκε).

(Λέγεται σε σύγκριση δύο προσώπων.)

 148.          

Ου λουλός μη του να θ’μάτη χιέρητη.

Ο τρελός με το να θυμάται χαίρεται.

[ο τρελός συχνά γελάει μόνος του]

(Λέγεται σε περίπτωση ανεξήγητης θυμηδίας κάποιου και μάλιστα σε περίσταση που δεν είναι αστεία.)

 149.          

Ου λουλός στουν ανιήφουρου γιά θα τρώει γιά θα τραγ’δάει.

Ο τρελός στον ανήφορο ή θα τρώει ή θα τραγουδάει.

[λουλός = λωλός, τρελός

Το να τρώει κανένας ή να τραγουδάει ενώ ανεβαίνει στον ανήφορο είναι δύσκολη υπόθεση]

(Λέγεται όταν κάποιος ενεργεί αστόχαστα.)

 150.          

Ου λιύκους κι’ αν ηγιέραση κι’ άσπριση του μαλιί τ’ ούτη τη γνώσ’ τ’ άλλαξη ούτη d’ κιηφαλιή τ’.

Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώση του άλλαξε ούτε την κεφαλή του.

(Ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει με την ηλικία.)

 151.          

Ου σηρέτ’ς θέλι’ ανάμ’σ’ σηρέτ’.

Ο σερέτης θέλει ενάμιση σερέτη.

[σηρέτ’ς = σερέτης = δύστροπος, στριμμένος < τουρκ. irret]

(Ο δύστροπος χρειάζεται να του φερθείς περισσότερο δύστροπα για να καταλάβει.)

Παρόμοιο με το «Του γαϊδούρ’ θέλι’ ανάμ’σ’ γαϊδούρ’.»

 152.          

Ου τηληυταίους γιά καλόμοιρους γιά κακόμοιρους

Ο τελευταίος ή καλόμοιρος ή κακόμοιρος

(Λέγεται γι’ αυτόν που παίρνει τελευταίος σε κάποια μοιρασιά, γιατί το τελευταίο μερίδιο μπορεί να είναι μικρότερο αλλά μπορεί να είναι και μεγαλύτερο από τα προηγούμενα)

 153.          

Ου τρηλός μη d’τρηλάρα τ’ γιημίζ’ τη gι’λάρα τ’.

Ο τρελός με την τρελάρα του γεμίζει την κοιλάρα του.

[τρηλός = τρελός.

τρηλάρα = τρελάρα

γιημίζου = γεμίζω

κιλάρα = κοιλάρα

Ένας τρελός αντιμετωπίζεται συχνά με επιείκεια και συγκατάβαση από τους άλλους, οι οποίοι του κάνουν και τα χατίρια...]

(Λέγεται και για κάποιους που «πουλάνε τρέλα» και καταφέρνουν να «βολεύονται» γενικώς.)

 154.          

Ου φτουχός νιοιάζ’dανη κιου Θηός ουρνιιάζ’dανη

Ο φτωχός νοιαζόταν κι ο Θεός «ορνιαζόταν».

[ουρνός = ορνός (< αρχ. ερινεός = άγριο σύκο

ουρνιιάζου = ορνιάζω, κρεμώ ορνούς στη συκιά για γονιμοποίηση]

(Λέγεται π.χ. στην περίπτωση ανάγκης που παρουσιάζεται έκτακτα και καλύπτεται με ανέλπιστο τρόπο, σαν να είναι παροχή από τον Θεό.)

 155.          

Π’λάς τουν ήλιιου κι αγουράζ’ς του φηgάρ’.

Πουλάς τον ήλιο και αγοράζεις το φεγγάρι.

[ήλιιους = ήλιος

αγουράζου = αγοράζω

φηgάρ’ = φεγγάρι]

(Λέγεται όταν, χωρίς λόγο, δεν εκμεταλλευόμαστε το φως της μέρας και κάνουμε τις εργασίες μας τη νύχτα. Μου το έλεγε η γιαγιά μου όταν καθόμουν πολύ αργά τα βράδια και διάβαζα με το φως της λάμπας πετρελαίου...)

 156.          

Παπά πηδί, Δγιαόλ’ αgόνι’.

Παπά παιδί, Διαβόλου εγγόνι.

[πηδί = παιδί

Δγιά ουλους (< Διάολος < Διάβολος) = Διάβολος
Δγιαόλ’ = (Διαόλου) = Διαβόλου

αgόνι (< αγγόνι < εγγόνι) = εγγόνι]

(χαρακτηρισμός κάποιου που έχει πατέρα παπά, αλλά οι πράξεις του είναι αντίθετες από εκείνες που θα έκανε ή θα ενέκρινε ένας παπάς.)

 157.          

Πάρη άθρουπου απ’ αθρώπ’ κιη σκιύλου απού μάdρα.

Πάρε άνθρωπο από ανθρώπους και σκύλο από μαντρα.

[άθρουπους απ’ αθρώπ’ = άνθρωπος από καλή οικογένεια
σκιύλους απού μά
dρα = σκύλος εκπαιδευμένος (όχι αδέσποτος)]

(Το καλό περιβάλλον επηρεάζει ευμενώς το «ποιόν», τον χαρακτήρα.)

 158.          

Πέση πίτα να ση φάου.

Πέσε πίτα να σε φάω.

[πίτα = καρβέλι, ψωμί

(Λέγεται για κάποιον τεμπέλη, που τα θέλει όλα χωρίς να κάνει καθόλου κόπο.)

 159.          

Πήγιη γιια τ’ μαμή κι’ ήρτη στα βαφτίσα.

Πήγε για τη μαμή και ήρθε στα βαφτίσια.

(Λέγεται για τους αργοκίνητους.)

 160.          

Πήγιη η ψ’χιή μ’ στου dόπου τς

Πήγε η ψυχή μου στον τόπο της (= ησύχασα)

[ψ’χιή =ψυχή, τόπους = τόπος]

(Λέγεται με ανακούφιση μετά τη λήξη της αγωνίας για την εξέλιξη κάποιου γεγονότος)

 161.          

Πητ’νουχώρ’ση του πηδί.

Πετεινοχώρισε το παιδί.

[πητ’νουχουρίζου (για κοτόπουλο) = φτάνω σε ηλικία που ξεχωρίζω αν είμαι κόκορας ή κότα]

(Εκτός από την κυριολεξία, λέγεται και για τα παιδιά όταν μπαίνουν στην εφηβική ηλικία)

 162.          

Πχιάση τουν ένανη κιη χτύπα τουν άλλουνη.

Πιάσε τον έναν και χρύπα τον άλλον.

(Λέγεται σε περίπτωση σύγκρισης ανάμεσα σε δύο εξίσου ανεπιθύμη­τα πράγματα. Ισοδυναμεί με την παροιμία «Απ’ του Γιιάνιους του ’Λιιό τύφλα νά ’χ’νη κιη οι δγυό».)

 163.          

Πίτα b’ δέ dρώς τί ση μέλι’ κι’ ά gαεί.

Πίτα από την οποία δεν τρως, τί σε μέλει και αν καεί;

[b’ δέ dρώς < π’ δέ ντρώς < που δεν τρως]

[ά gαεί < ά νgαεί < αν καεί»]

(Δηλώνει την πλήρη αδιαφορία για θέματα που δεν αφορούν το στενό προσωπικό συμφέρον)

 164.          

Πλιηγιή τ’ φαραώ!
 (Βλέπε και: Μή μη πληγάζ’ς!)

Πληγή του φαραώ!

[Ο θεός των Ισραηλιτών τιμώρησε τον φαραώ της Αιγύπτου και τον λαό του (επειδή αρνήθηκε να αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν από την Αίγυπτο) με 10 μεγάλες συμφορές, που αναφέρονται στην Παλ. Διαθήκη ως «πληγές»]

(Αποκαλούνταν έτσι, κάποιος που ενοχλούσε επίμονα – συχνά ένα παιδί που ατακτούσε ή έκανε ζημιές.)

 165.          

Πότη ου Γιάννι’ς δέ bουρεί, πότη ου κώλους τ’ πουνεί.

Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.

(Λέγεται όταν κάποιος βρίσκει συνεχώς δικαιολογίες για να μην κάνει κάτι.)

 166.          

Πότη πίτα κιη φλασκιί, πότη πίτα μουναχιή

Πότε πίτα και φλασκί, πότε πίτα μοναχή. (= Πότε ψωμί και κρασί, πότε ψωμί σκέτο)

[πίτα = καρβέλι, ψωμί

φλασκιί υποκοριστικό του φλάσκα (< λατ. flasca) = δοχείο κρασιού ή νερού από νεροκολόκυθο, συνεκδοχικά: κρασί]

(Λέγεται για να χαρακτηρίσει καταστάσεις πολύ φτωχικής διαβίωσης.)

 167.          

Πουλλές φουρές πάει η στάμνα στη βρύσ’, μνια φουρά σπάζ’.

Πολλές φορές πάει η στάμνα στη βρύση, αλλά μια φορά σπάει.

[Φυσικά, όταν σπάσει η στάμνα είναι πλέον άχρηστη και δεν θα ξαναπάει στη βρύση.]

(Λέγεται σε/για άνθρωπο που κάνει συχνά ριψοκίνδυνες ενέργειες, με την έννοια ότι – κάποια στιγμή – θα την «πάθει».)

 168.          

Πρώτα φεύγι’ η ψ’χιή κιη μητά του χούι.

Πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι.

[χούι = (κυρίως κακή) συνήθεια]

(Λέγεται για συνήθειες που είναι πολύ βαθειά ριζωμένες και δύσκολα ξεριζώνονται.)

 169.          

Πχιάνι’ π’λιιά στουν αέρα.

Πιάνει πουλιά στον αέρα.

(Λέγεται για πολύ έξυπνο άνθρωπο)

 170.          

Σα θέλι’ η νιύφ’ κιου γαbρός τύφλα νά ’χι’ η πηθηρά κιου πηθηρός.

Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός τύφλα νά ’χει η πεθερά κι ο πεθερός.

(Λέγεται

κυριολεκτικά για κάτι που έκανε ή σχεδιάζει να κάνει ένα ζευγάρι αγνοώντας τις υπαρκτές ή ενδεχόμενες αντιρρήσεις των πεθερικών

και

μεταφορικά στην περίπτωση που αποφασίζουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αγνοώντας τις υπαρκτές ή ενδεχόμενες αντιρρήσεις των τρίτων.)

 171.          

Σάββατου κουdά γιιουρτή, δώ κουdά είνη η Κιυργιακιή.

Σάββατο κοντά γιορτή, εδώ κοντά είναι και η Κυριακή.

[κουdά = κοντά

Όταν φτάσει το Σάββατο έφτασε και η Κυριακή]

(Λέγεται σε κάποιον που δεν έχει καλή γνώση ή επίδοση σε κάτι που το έχει ακούσει ή δει πολλές φορές και θα έπρεπε να το ξέρει·

ίδιο νόημα με την παροιμία «Ήρθη ου Τέταρτους πάει ου βδόμαδους.»)

 172.          

Σαράdα χρόνιια στου Μ’σίρ κιη στραγάλιια δέν έφαης.

Σαράντα χρόνια στην Αίγυπτο και στραγάλια δεν έφαγες.

[Μ’σίρ = Μισίρ (< τουρκ. Misir) = Αίγυπτος, χώρα με σημαντική παραγωγή ρεβυθιών, από τα οποία παρασκευάζονται τα στραγάλια]

(Λέγεται σε κάποιον που δεν έχει καλή γνώση ή επίδοση σε κάτι που το έχει ακούσει ή δει πολλές φορές και θα έπρεπε να το ξέρει.)

 173.          

Σένα του μνυαλό σ’ είνη στα κιύγδαλα.

Εσένα ο νους σου είναι στα κύγδαλα.

[κιύγδαλου = αυτό που ενδιαφέρει κάποιον]

(Λέγεται σε κάποιον που αδιαφορεί για οτιδήποτε άλλο εκτός από κάτι που τον ενδιαφέρει.)

 174.          

Σένα του λέου πηθηρά γιια να τ’ ακούει η νιύφ’.

Εσένα το λέω πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη.

[πηθηρά = πεθερά

νιύφ’ = νύφη]

(Χαρακτηρίζει περιπτώσεις όπου ο Α στέλνει κάποιο μήνυμα στον Β με έμμεσο τρόπο χωρίς να απευθύνεται ευθέως σ’ αυτόν.)

 175.          

Ση τούτου του λουλό χουργιό παπά δεν είχη κιι ήρθα γώ.

Σε τούτο το τρελό χωριό παπάς δεν υπήρχε και ήρθα εγώ.

[λουλό = λωλό = τρελό]

(Χαρακτηρίζει δύσκολες ή περίεργες καταστάσεις – στις οποίες έχει εμπλακεί ο ομιλητής – που από μόνες τους είναι προβλη­μα­τικές, αλλά προστέθηκε και η δική του συμμετοχή/εμπειρία.)

 176.          

Σκότουνη τρηλιοί πλιήρουνη τζηρημέδης.

Σκότωνε τρελούς πλήρωνε τζερεμέ­δες.

[τρηλιοί = ονομαστική και αιτιατική του ονόματος τρηλός (= τρελός)]

τζηρημές = τζερεμές = άδικη ζημιά]

(Βάζοντάς τα με κάποιον που δεν πολυεκτιμάς ενδέχεται να ζημιωθείς εσύ περισσότερο.)

 177.          

Σόι πάει του βασίλειου.

Σόι πάει το βασίλειο.

[η βασιλεία είναι κληρονομική]

(Λέγεται σε κάποιον που μοιάζει, πράττει ή συμπεριφέρεται σαν κάποιον από τους γονείς ή προγόνους του.

Είναι ανάλογη της ρήσης «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά»)

 178.          

Στου b’γάδ’ κατούρ’σα;

Στο πηγάδι κατούρησα;

[b’γάδ’ (< π’γάδ’ < πηγάδι) = πηγάδι

κατούρ’σα = κατούρησα]

[Είναι έγκλημα το να κατουρήσει κάποιος στο πηγάδι γιατί αχρηστεύει όλο το νερό του πηγαδιού]

(Λέγεται από κάποιον που παραπονιέται ότι είναι αδικημένος, λες και κατούρησε μέσα στο πηγάδι και τον τιμωρούν.)

 179.          

Στου gαταραμένου τόπου του Μάη μήνα βρέχι’.

Στον καταραμένο τόπο τον Μάη μήνα βρέχει.

(Τον Μάιο οι βροχές κάνουν ζημιές στην αγροτική παραγωγή· γι’ αυτό και δεν είναι επιθυμητές. Ανάλογη της παροιμίας: «Οdά ’πρηπη δέν έβρηχιη, του Μάη δρουσουλόγαη»)

 180.          

Στου καλάθ’ δέ χουράει κιη στου γαλιίκι’ πηρ’σεύ’.

Στο καλάθι δεν χωράει και στο κοφίνι περισσεύει.

[καλάθ’ = καλάθι (από καλάμια, με ένα μεγάλο χερούλι αποπάνω)

γαλιίκι = γαλίκι = μεγάλο καλάθι (από καλάμια) με δύο χερούλια στα πλάγια, μεγαλύτερο από συνηθισμένο καλάθι και μικρότερο από κοφίνι (το κοφίνι – κουφίνι’ είναι από βέργες λυγαριάς και έχει δύο χερούλια στα πλάγια)

πηρ’σεύ’ου = περισσεύω]

(Λέγεται για κάτι που δεν μπορείς να το βολέψεις με τίποτε. Προσπαθώντας να το χειριστείς με κάποιον τρόπο πετυχαίνεις το αντίθετο.)

 181.          

Στου στρημμάτ’ζμα σ’ είχαμη;

Στο στρεμμάτισμα σε είχαμε;

[στρημμάτ’ζμα = βαθύ σκάψιμο χωραφιού το καλοκαίρι για να φυτευτεί αμπέλι τον χειμώνα, εργασία ιδιαίτερα κουραστική που χρειάζεται να έχει «φάει καλά» ο εργάτης]

(Λέγεται σε κάποιον που τρώει με βουλιμία.)

 182.          

Στουλιίστ’κιη η νιύφ’κι απόμ’νη.

Στολίστηκε η νύφη κι απόμεινε.

(Λέγεται όταν κάνουμε μεγάλη προετοιμασία για κάποιο αναμενόμενο γεγονός, το οποίο όμως, τελικά, δεν συμβαίνει.)

 183.          

Συνηννόησ’ τσαbούνα

Συνεννόηση τσαμπούνα

[ τσαbούνα (= τσαμπούνα < ιταλ. zampogna < λατιν. symphonia < ελλ. συμφωνία) = γκάιντα, αρχ. άσκαυλος]

(Λέγεται σε περίπτωση ασυνεννοησίας, ακριβώς όπως λέγεται η φράση «συνεννόηση μπουζούκι» ή και η νεότερη «συνεννόηση τζατζίκι», όπου άλλα λέει ή έχει πει ο ένας και άλλα καταλαβαίνει ή έχει καταλάβει ο άλλος)

 184.          

Σφάξη μη πασά μ’ ν’ αγιιάσου.

Σφάξε με πασά μου να αγιάσω.

[αγιιάζου (< αγιάζω) = ανακηρύσσομαι άγιος]

(Για κάποιον που δέχεται ένα μαρτύριο ή μια ταπείνωση με μόνο σκοπό τη δόξα.)

 185.          

Σώπα συ Καλέμηνα να πει η Κατσουρίνηνα!

Σώπα εσύ Καλέμαινα, να πει η Κατσουρίναινα!

[Καλέμηνα: κάποια γυναίκα, πιθανότατα σύζυγος ή κόρη κάποιου με το όνομα «Καλέμης»

Κατσουρίνηνα: σύζυγος ή κόρη κάποιου με το όνομα «Κατσουρίνης»]

(Λεγόταν στην περίπτωση που κάποιος διέκοπτε κάποιον που μιλούσε ασταμάτητα για να μπορέσει να μιλήσει και ο άλλος.)

 186.          

Τ’ αbέλιια θέλ’ν’ αbηλουργό κιη τα καράβγια ναύτης.

Τ’ αμπέλια θέλουν αμπελουργό και τα καράβια ναύτες.

(Κάθε τομέας χρειάζεται τον ειδικό του. Αυτός ξέρει να κάνει τη δουλειά περισσότερο από τον οποιοδήποτε άλλο.)

 187.          

Τ’ αgιειά γιινιήκαν θυμνιατά
κιη τα σκατά λιιβάνιι
κι’ τουν απαθρώπουν τα πηδγιά
γιινιήκαν καπητάνιιοι.

Τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά
και τα σκατά λιβάνι
και των απανθρώπων τα παιδιά
γινήκαν καπετάνιοι.

[απάθρουπους (< απάνθρωπος) = ανυπόληπτος/τιποτένιος άνθρωπος]

(Λέγεται για άχρηστους και ανυπόληπτους ανθρώπους, ή γόνους ανυπόληπτων ανθρώπων, που κατάφεραν να βρεθούν σε υψηλές θέσεις, από τις οποίες παριστάνουν τους τέλειους κάνοντας μάθημα στους πολλούς.)

 188.          

Τ’αγώι ξυπνάει τουν αγουγιιάτ’.

Τ’ αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.

(Η αμοιβή εντείνει τον ζήλο ή την εγρήγορση.)

 189.          

Τ’ ακάμουτα τση κι’λιιάς ημ’!

Τα ακάμωτα της κοιλιάς μου!

[ακάμουτους = ακάμωτος

ακάμουτα τση κι’λιιάς = τα αχώνευτα της πέψης = τα περιττώματα, σκατά

(Λέγεται από κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση – κάτι δεν έχει πάει καλά στις υποθέσεις του, στην υγεία του κτλ. – ως απάντηση στην ερώτηση ερώτηση «Τί κάνι’ς;» ( = τί κάνεις;) ή «Τί έκαμης;» ( = τί έκανες;) – για να εκφράσει ότι κάθε άλλο παρά «καλά» είναι.)

Αποτελεί ισοδύναμη αλλά πιο ευγενική απάντηση από το μονολεκτικό «Σκατά

Είναι ανάλογο της φράσης «Τα ’dηρά μ’ κόρδης»)

 190.          

Τ’ λουλού του μάτ’ στου μηγάλου κουμμάτ’.

Του λωλού το μάτι στο μεγάλο κομμάτι.

[λουλός = λωλός, τρελός, παλαβός, ανόητος

μάτ’ = μάτι

μηγάλους, μηγάλι, μηγάλου = μεγάλος, -η, -ο

κουμμάτ’ = κομμάτι]

(Λέγεται για κάποιον που ενώ δείχνει «λωλός» ή χαζός όταν πρόκειται για το συμφέρον του ξέρει πολύ καλά να το διεκδικήσει.)

 191.          

Τ’ τατά τ’ μνοιάζ’ ου Γιιάννι’ς.

Του τατά του μοιάζει ο Γιάννης.

[τατάς (< λατ. tata) = πατέρας, στη νηπιακή γλώσσα

μνοιάζ’ου = μοιάζω]

(Λέγεται για κάποιον που συμπεριφέρεται με τρόπο που ανταποκρίνεται στον «βίο και πολιτεία» του πατέρα του ή των γονιών του γενικότερα.

Ισοδυναμεί με την κοινή παροιμία «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά».)

 192.          

Τα ’dηρά μ’ κόρδης.

Τα έντερά μου χορδές.

[κόρδα (< λατ. chorda < ελλην. χορδή) = χορδή]

Από έντερα ζώων κατασκευάζονται χορδές μουσικών οργάνων.]

(Λέγεται ως απαισιόδοξη απάντηση στην ερώτηση «Τί κάνι’ς;» ( = τί κάνεις;) ή «Τί έκαμης;» ( = τί έκανες;) σε περιπτώσεις όπου ο ερωτώμενος είναι σε δύκολη θέση ή έχει προβλήματα ή απέτυχε σε κάτι.

Είναι ανάλογο της φράσης «Τ’ ακάμουτα τση κι’λιιάς ημ’»)

 193.          

Τα άγρια χουρτάργια είνη πηδγιά τζ γιής, τα ήμηρα προυγόνιια.

Τα άγρια χόρτα είναι παιδιά της γης, ενώ τα ήμερα είναι προγόνια της.

[χουρτάρ’ (< χορτάρι) = χόρτο

προυγόνι = προγόνι, παιδί από προηγούμενο γάμο του/της συζύγου]

(Λέγεται για να τονίσει την ευκολία με την οποία αναπτύσσονται τα βότανα και γενικά τα άγρια φυτά, σε αντίθεση με τα ήμερα, που χρειάζονται προστασία και φροντίδα κατά την καλλιέργειά τους.)

 194.          

Τα θ’κά σ’ αbέλιια φράζη κι’ απ’ τα ξένα μη ση νιοιάζ’.

Τα δικά σου αμπέλια φράζε κι απ’ τα ξένα μη σε νοιάζει.

(Λέγεται σε κάποιον που χώνει τη μύτη του στις υποθέσεις των άλλων και τους κάνει υποδείξεις.)

 195.          

Τα καλουδουλημένα τα μ’σά είνη τ’ πειρασμού· τα κακουδουλημένα είνη ούλα.

Από τα καλοδουλεμένα (τίμια κέρδη) τα μισά είναι του διαβόλου· από τα κακοδουλεμένα (μη τίμια) είναι όλα.

[πειρασμός = πειρασμός, διάβολος]

(Ανάλογη της ρήσης στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή «Τα δειλά κέρδη πημονάς εργάζεται» = «Τα άνομα κέρδη προκαλούν συμφορές» και της παροιμίας «Τα νόμιμα κέρδη έχουν πόδια, τα παράνομα έχουν πόδια και φτερά».)

 196.          

Τα μηταξουτά βρακιιά θέλ’νηb’δέξα σκέλιια.

Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξια σκέλια.

[b’δέξους (<’π’δέξους < επιδέξιος), b’δέξα, b’δέξου = επιδέξιος, επιδέξια, επιδέξιο]

(Τα δύσκολα και σοβαρά εγχειρή­ματα χρειάζονται και ανάλογα προσόντα.)

 197.          

Τα πισ’νά ξουράφχια κόβ’νη.

Τα πίσω–πίσω (= τα τελευταία) ξυράφια κόβουν.

[ξουράφχια = ξυράφια (πληθ. του ονοματος: ξουράφ’ = ξυράφι).

Όταν ξυρίζεται κανένας, στο τελευταίο «χέρι» του ξυρίσματος, που μπορεί να είναι και «κόντρα», ενδέχεται να κοπεί.]

(Από το τελικό αποτέλεσμα κρίνεται μια ενέργεια. Το αρχαίο: Πρὸς τὸ τελευταῖον ἐκβὰν ἓκαστον τῶν πρὶν ὑπαρξάντων κρίνεται).

 198.          

Τα στραβά ψουμνιά τς στραβής π’νακουτής

Τα στραβά ψωμιά της στραβής πινακωτής.

[ψουμί, ψουμνιά = ψωμί, ψωμιά

π’νακουτή = πινακωτή (ξύλινη σκάφη με χωρίσματα, όπου τοποθετούνται για να φουσκώσουν τα ζυμωμένα ψωμιά πριν να μπουν στο φούρνο).

Πράγματι, αν είναι στραβή η πινακωτή τότε και τα ψωμιά που θα φουσκώσουν στις θήκες της θα είναι στραβά.]

(Λέγεται ειρωνικά σε κάποιον ο οποίος αποδίδει κάτι που δεν πήγε καλά από δικό του σφάλμα στα χρησιμοποιούμενα μέσα.)

 199.          

Ταμ τακίμ (dιμιρτζή μπακίρ)

Ταμ τακίμ (dιμιρτζή μπακίρ) = Όμοιος με όμοιο (κι ο σιδεράς με τον χαλκό)

[ταμ τακίμ (< τουρκ. tam takim) = όμοιος με όμοιο, αρχ. «μοιος μοίω»

dιμιρτζής (< τουρκ. demirci] = μεταλλουργός, σιδεράς

μπακίρ’ (< τουρκ. bakir) =  χαλκός

(Ισοδυναμεί με την ρήση «Όμοιος ομοίω αεί πελάζει» ή την παροιμία «Πες μου ποιος είναι ο φίλος σου να σου πω ποιος είσαι»)

 200.          

Τζ dηbέλας η κλουστή είνη μνιά ουργιιά κιη μ’σή.

Της τεμπέλας η κλωστή είναι μια οργιά και μισή.

[τηbέλα = τεμπέλα

ουργιιά = οργιά

μ’σός, μ’σή, μ’σό = μισός, -ή, -ό]

(Αυτός που δεν κάνει με προθυμία κάτι, προσπαθεί να αποφύγει τον κόπο επινοώντας διάφορους τρόπους που ενδέχεται να απαιτήσουν περισσότερο κόπο, όπως δηλαδή στο ράψιμο, χρησιμοποιώντας κλωστή με μήκος μεγαλύτερο από το κανονικό που μπορεί να χειριστεί, η «τεμπέλα» ράφτρα αντιμετωπίζει προβλήματα – π.χ. μπέρδεμα της κλωστής – που μπορεί τελικά να κάνουν τη «βαρετή» δουλειά να διαρκέσει πολύ περισσότερο.)

 201.          

Τί είνη ου κάβουρας, τί είνη του ζ’μί τ’ .

Τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του.

(Λέγεται για κάτι που έχει πολύ μικρή αξία)

 202.          

Τί κάθηση σα d’ν απουζ’μώτρα;

Τι κάθεσαι σαν την αποζυμώτρα;

[απουζ’μώνου = αποζυμώνω = τελειώνω το ζύμωμα

απουζ’μώτρα (αποζυμώτρα) = γυναίκα που μόλις έχει αποζυμώσει (έχει τελειώσει το ζύμωμα του ψωμιού της εβδομάδας για όλη την οικογένεια) και κάθεται αποκαμωμένη από την κούραση)]

(Λέγεται σε κάποιον που κάθεται αδρανής και παρακολουθεί κάτι που γίνεται, χωρίς να συμμετέχει για να βοηθήσει).

 203.          

Τί πητάγιηση σα d’ ατσίb’του κ’κιί;

Τί πετάγεσαι σαν το ατσίμπητο κουκί;

[ατσίb’του κ’κιί = ατσίμπητο κουκί

τζ’bάου (< τσιμπάω) τα κ’κιιά = κόβω (με μαχαίρι ή με τα δόντια μου) το φύτρο από τα ξερά κουκιά, ώστε να μην περιέχουν μέσα τους κλεισμένο αέρα, ο οποίος από τη θέρμανση κατά το βράσιμο, αν δεν βρεί έξοδο να διαφύγει, θα κάνει τα κουκιά να «σκάσουν» μέσα στην κατσαρόλα ή και να πετάγονται έξω από αυτήν!]

(Λεγόταν συνήθως, με επιτιμητικό ύφος, στα μικρά παιδιά όταν αυτά «χώνονταν» σε συζητήσεις των μεγάλων.
Ανάλογη είναι και η φράση: Μή φ’τρώνι’ς κιεί
b’ δέ ση σπέρν’νη!)

 204.          

Τν έκανη αρμένικιια (βίζιτα).

Την έκανε αρμένικη (βίζιτα)

(έκανε πολύωρη επίσκεψη)

 205.          

Τνη πάdρηψα τη στάμνα.

Την πάντρεψα τη στάμνα (= την έσπασα τη στάμνα)

[Μεταφορική χρήση το ρήματος παdρεύου (= παντρεύω) και του ρήματος σπάζου (= σπάζω) = ξεπαρθενεύω, διακορεύω (μετοχή: «σπασμένη»):

γυναίκα παντρεμένη = γυναίκα «σπασμένη»

στάμνα σπασμένη = στάμνα «παντρεμένη»]

 206.          

Τό ’δηση ψ’λό κόbου στου μαdίλιή

Του κουbόδηση.

Τό ’δεσε ψιλό κόμπο στο μαντίλι ή Το κομπόδεσε.

[κόbους = κόμπος. Εδώ κόμπος που έδενε κάποιος στο μαντίλι του για να μην ξεχάσει κάτι.

κουbουδένου = κομποδένω (< κόμπος + δένω), θεωρώ κάτι ως δεδομένο, αληθινό ή σίγουρο]

(Λέγεται σε περίπτωση που κάποιος εκλαμβάνει κάποια κουβέντα ή υπόσχεση «τοις μετρητοίς» και κάθε τόσο την θυμίζει.)

 207.          

Τό ’χι’ η κούτρα τ’ να κατηβάζ’ ψείρης.

Τό ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες.

[κούτρα (< λατ. scutra) = μέτωπο, κεφάλι]

(Λέγεται για κάποιον που έχει κακό χαρακτήρα και επομένως η κακή συμπεριφορά του είναι αναμενόμενη ή για κάποιον που είναι άτυχος ή του συμβαίνουν συνεχώς αναποδιές.)

 208.          

Τού αίμα νηρό δέ γιίνητη κι’ αν γιηνιεί δέ bίνητη.

Το αίμα νερό δεν γίνεται· κι αν γίνει δεν πίνεται.

(Η φράση θέλει να δείξει τη δύναμη της συγγένειας.)

 209.          

Τού ’πανη να χιέσ’ κι αυτός ξηκουλιιάστ’κιη.

Του είπαν να χέσει κι αυτός «ξεκωλιάστηκε».

(Λέγεται όταν, από υπερβάλλοντα ζήλο, προβαίνει κανένας σε ενέργειες που ξεπερνούν τα σχετικά όρια.)

 210.          

Του γαϊδούρ’ θέλι’ ανάμ’σ’ γαϊδούρ’.

Το γαϊδούρι θέλει ενάμισι γαϊδούρι.

[γαϊδούρ’, (= γαϊδούρι) = αγενής, κακότροπος άνθρωπος]

(Ο κακότροπος άνθρωπος χρειάζεται να του φερθείς περισσότερο κακότροπα για να καταλάβει.)

Παρόμοιο με το «Ου σηρέτ’ς θέλι’ ανάμ’σ’ σηρέτ’.»

 211.          

Του κακό ξίδ’ τ’ αgιειό τ’ χαλάει.

Το κακό ξίδι το αγγείο του χαλάει.

[αgιειό (< αγγείο): δοχείο

Το ξίδι, ως οξύ, διαβρώνει το δοχείο στο οποίο έχει τοποθετηθεί.]

(Λέγεται για κακούς ανθρώπους που εκδηλώνουν παντοιοτρόπως την κακία τους προς τους άλλους, ότι τελικά κάνουν κακό στον εαυτό τους κατακλυζόμενοι συνεχώς από κακά συναισθήματα.)

 212.          

Του καλό σύκου του τρώνη οι κουρούνης.

Το καλό σύκο το τρώνε οι κουρούνες.

[κουρούνα: κορώνη, πουλί που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το κοράκι]

(Λέγεται όταν κάτι καλό δεν έχει την τύχη που του αξίζει ή για καλόν άνθρωπο που κάποιοι επιτήδειοι τον εκμεταλλεύτηκαν.)

 213.          

Του καλό ψάρ’ ή τς ουκάς ή τς π’κουσάς.

Το καλό ψάρι είναι ή της οκάς ή της μπουκιάς.

[b’κώνου = μπουκώνω > μπουκω­σιά > b’κουσά > π’κουσά = μπουκιά]

(Καλά/νόστιμα ψάρια είναι τα πολύ μικρά ή τα πολύ μεγάλα και όχι τα ενδιάμεσου μεγέθους.)

 214.          

Του κουbόδηση ή

Τό ’δηση ψ’λό κόbου στου μαdίλι’.

Το κομπόδεσε ή Τό ’δεσε ψιλό κόμπο στο μαντίλι.

[κόbους = κόμπος. Εδώ κόμπος που έδενε κάποιος στο μαντίλι του για να μην ξεχάσει κάτι.

κουbουδένου = κομποδένω (< κόμπος + δένω), θεωρώ κάτι ως δεδομένο, αληθινό ή σίγουρο]

(Λέγεται σε περίπτωση που κάποιος εκλαμβάνει κάποια κουβέντα ή υπόσχεση «τοις μετρητοίς» και κάθε τόσο την θυμίζει.)

 215.          

Του κρύου μη του τζ’βάλιbαίνι’ κιη μη του βηλόνι’ βγιαίνι’.

Το κρυολόγημα με το τσουβάλι μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει.

[βηλόνι = βελόνι, βελόνα (εδώ εννοείται η βελόνα της ένεσης)]

(Λέγεται ως χαρακτηρισμός του κρυολογήματος και για να τονιστεί η υπομονή που χρειάζεται από τον ασθενή ώσπου να γίνει καλά)

 216.          

Του πήρη του παράσημου

Το πήρε το παράσημο.

[εδώ:

παράσημου (= παράσημο) μεταφορικά σημαίνει «αφροδίσιο νόσημα»]

(Λέγεται για κάποιον που «κόλλησε» αφροδίσιο νόσημα.)

 217.          

Του πηρίσσου χαλάει του ίσου.

Το περίσσιο χαλάει το ίσο.

[πηρίσσους, πηρίσσα, πηρίσσου = περίσσιος, υπερβολικός, περισσότερος από όσο χρειάζεται, περισσότερο από το μέτρο

ίσους, ίσ’ , ίσου = ίσος, -η, -ο]

(Το παραπάνω από όσο χρειάζεται χαλάει την ισορροπία και δεν είναι επιθυμητό. Πρέπει να αποφεύγει κανένας τις υπερβολές. Ανάλογη της παροιμίας: «Του πουλύ του «Κύριη Ηλέησουν» του βαργιέτη κιου παπάς» και του αρχαίου: «Μηδέν ἄγαν» του Χίλωνος του Λακεδαιμονίου)

 218.          

Του πιναυλάκι’ σ’ παίξανη;

Το πιναυλάκι σου παίξανε;

[πιναυλάκι (= πιναυλάκι) = σουραυλάκι, μικρό σουραύλι,

παλιά γινόταν προσυμφωνημένη συνεννόηση από μακριά με σφυρίγματα από σουραύλι και ήταν δυνατή η μετάδοση κάποιου συνθήματος]

(Λεγόταν σε περίπτωση όπου κάποιος εμφανίζεται κάπου απροειδοποίητα, σαν να του το είχε «σφυρίξει» κάποιος και «το πήρε είδηση».)

 219.          

Του πουλύ του «Κιύριη Ηλέησουν» του βαργιέτη κιου παπάς.

Το πολύ το «Κύριε Ελέησον» το βαριέται κι ο παπάς.

[Στη λειτουργία ο παπάς επαναλαμβάνει πολλές φορές ψάλλοντας «Κύριε Ελέησον».]

(Η υπερβολική επανάληψη είναι βαρετή και ενοχλητική. Πρέπει να αποφεύγονται οι υπερβολές. Ανάλογη της παροιμίας: «Του πηρίσσου χαλάει του ίσου» και του αρχαίου: ρητού «Μηδέν ἄγαν».)

 220.          

Του σπιτάκι’ σ’ κλιείδουνέ του κιη του γιείτουνά σ’ μή dουνη μέφηση.

Το σπιτάκι σου κλείδωνέ το και τον γείτονά σου μην τονε μέμφεσαι.

[μέφουμη = μέμφομαι, κατηγορώ.

Αν αφήσεις το σπίτι σου ανοιχτό μπορεί να μπει και να σε κλέψει ο οποιοσδήποτε και όχι απαραίτητα ο γείτονάς σου.]

(Πρέπει να λαμβάνει κανένας τα μέτρα του ώστε να μην αφήνει περιθώρια σε άλλους να του κάνουν ζημιά και να τους υποπτεύεται άδικα.)

 221.          

Τράβ’ξα τα χιίλιια μύργια.

Τράβηξα τα χίλια μύρια.

(= Πέρασα πολλές ταλαιπωρίες)

 222.          

Τράβ’ξη τω bαθών τ’ του dάραχου.

Τράβηξε των παθών του τον τάραχο.

[τάραχους = τάραχος, ταραχή]

(= Πέρασε πολλές ταλαιπωρίες, πολλά βάσανα)

 223.          

Τυραγνιιέτη σα dουν αβάφτ’στου.

Τυραννιέται σαν τον αβάφτιστο.

[τυραγνιιέμη = τυραννιέμαι.

Υπήρχε η δοξασία ότι κάποιος που πέθαινε αβάφτιστος, πήγαινε στην κόλαση, όπου τον ανάγκαζαν να κουβαλάει νερό με ένα ελιόφυλλο για να γεμίσει την κολυμπήθρα του για να βαφτιστεί]

(Λέγεται για κάποιον που περνάει συνεχείς και μεγάλες ταλαιπωρίες στη ζωή του.)

 224.          

Φρίντζει dε φρίντζει τομ bαρά μου έδωκα.

Αφρίζει δεν αφρίζει τον παρά μου έδωσα.

[< Φράση που είχε πει κάποιος ξένος ονόματι Σολομόν – όχι και τόσο έξυπνος – ο οποίος είχε έρθει και έμενε στον Παγώνδα της Σάμου. Μια μέρα αγόρασε τυρί από κάποιο παντοπώλη, αλλά αυτός του έδωσε – για πλάκα – σαπούνι. Έτριψε, λοιπόν, το σαπούνι στα μακαρόνια και όπως έτρωγε, το σαπούνι άφριζε στα χείλια του. Με τη φράση αυτή απάντησε στην παρατήρηση που του έκαναν: «Σολομόν, αυτό το τυρί αφρίζει!».]

(Λέγεται όταν κάποιος ξόδεψε χρήματα για κάποιο αντικείμενο και αυτό του προέκυψε ελαττωματικό, ή όχι όπως το ήθελε, αλλά αυτός «συμβιβάζεται» και το χρησιμο­ποιεί έστω και έτσι.)

 225.          

Χάρ’ζμα πράμα γλιυκό σα μέλι’.

Χάρισμα πράμα γλυκό σα μέλι.

[χάρ’ζμα = χάρισμα, δώρο]

(Κάτι που σου χαρίζουν – το δώρο – είναι πολύ ευχάριστο.)

 226.          

Χιέρι μ’ ’νιεί ’δάρι μ’ ’νιεί, ούλα μανά μ’ ’νούνη.

Το χέρι μου πονεί, το πόδι μου πονεί, όλα, μάνα μου, πονούνε.

[< έτσι είχε εκφραστεί κάποτε κάποιο μικρό παιδί στη μαμά του]

(Λέγεται στην περίπτωση που κάποιος παραπονιέται ότι πονάει σε παραπάνω από ένα σημεία του σώματός του ή του έχουν τύχει ταυτόχρονα παραπάνω από μία «συμφορές».)

 227.          

Χόρηυη κυρά Μαργιώ κι έχιη κι έννιοια του σπιτχιού

Χόρευε κυρά Μαριώ μα έχε κι έγνοια του σπιτιού.

(Λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος ασχολείται πολύ με ευχάριστες ασχολίες, αλλά παραμελεί τις υποχρεώσεις του.)

 228.          

Χουρίς να ση κόψου ση κάνου διπλό.

Χωρίς να σε κόψω σε κάνω διπλό.

(Αίνιγμα: ο καθρέφτης)

 229.          

Χρουνιιές πηδγιά, χρουνιιές πανιιά.

Χρονιές παιδιά, χρονιές πανιά.

[χρουνιιά = χρονιά]

(Χρειάζεται χρόνος και υπομονή για την ανατροφή των παιδιών, όπως και για την ύφανση πανιού στον αργαλειό)

 230.          

Ψόφ’ση του βόιδ’ μας πάει η κουλι’γιιά μας.

Ψόφησε το βόδι μας πάει η κολιγιά μας.

[κουλι’γιιά = κολιγιά]

(Όταν χαθεί το κοινό συμφέρον διαλύεται και η συναιτερική σχέση. Ανάλογο του αρχαίου «Ζεῖ χύτρα ζῆ φιλία» για τη φιλική σχέση.)

 231.          

Ώρα να σέ βρ’ Νίκαdρη

κιη να π’λάς κρημμύδγια

κιη να τα παίρνι’ς τέσσηρα

κιη να τα δίνι’ς τρία.

Ώρα να σέ βρει Νίκανδρε και να πουλάς κρεμμύδια και να τα παίρνεις τέσσερα και να τα δίνεις τρία.

[παίρνι’ς = παίρνεις = αγοράζεις

δίνι’ς = δίνεις = πουλάς]

(Λέγεται για κάποιον που δεν ξέρει τι του γίνεται, που κάνει ανοησίες.)

 232.          

Ώσπου ν’ απουθηρίσουμη

Βασίλι’ κιη κυρ Βασίλι’·

κιη σαν απουθηρίσαμη

πού σ’ είδα βρε κασίδ’;

Ώσπου ν’ αποθερίσουμε Βασίλη και κυρ Βασίλη· και σαν αποθερίσαμε πού σ’ είδα βρε κασίδη;

[απουθηρίζου = αποθερίζω, τελειώνω τον θερισμό

κασίδ’ς = κασίδης, που πάσχει από κασίδα (στο τριχωτό της κεφαλής και έχει τριχόπτωση)]

(Λέγεται για αυτούς που εκμεταλλεύονται κάποιον για όσο χρόνο τον χρειάζονται και ύστερα αγνοούν και την ύπαρξή του ή τον αποφεύγουν.)

 

 

–––––––––––––––––––––––

1) Αγγελική Γ. Ζούρα-Τσαμπαλά (1886–1965).